Οι παλιές αγάπες, λέει ένα τραγούδι των Πυξ-Λαξ, πάνε στον παράδεισο, οι μεγάλες όμως... δεν πεθαίνουν ποτέ Κ.

31.12.06

ΣΚΕΨΕΙΣ...

ΖΩΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ.

Τα χρήματα ,μπορεί να βελτιώνουν τη ζωή μας,σπάνια όμως εμάς τους ίδιους.


Πάντα καμάρωνα φτωχούς ανθρώπους που ήταν άρχοντες,λυπόμουνα όμως μερικούς..
..άρχοντες που έζησαν σαν φτωχοί για να πεθάνουν....πλούσιοι.- Κ.

28.12.06

ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ,

Μεσ'σε συρτάρια σκονισμένα,ξεχασμένες,
πολλές,ασπρόμαυρες,παλιές,φωτογραφίες,
σαν τις ανθρώπινες ψυχές φυλακισμένες,
έχουν να πούνε τις δκές τους ιστορίες.

Κομμάτια απ'τη ζωή μας,διπλασφαλισμένα,
άθελα η θελημένα,μεσ΄τα βάθη της ψυχής,
κάποτε-πότε,λες,τα νοιώθουμε σαν..ξένα
μ'αλλοίμονο,είναι τα ίδια τα θεμέλια τηςζωής.

Κι'όταν,καμιά φορά,η μοναξιά αφόρητα μας πνίγει,
και γίνεται ο κόμπος στο λαιμό,σωστό μαρτύριο,
τότε,το μυστικό πορτάκι της καρδιάς,ανοίγει,
κι'όλα ανασταίνονται,στου νου το κοιμητήριο.- Κ.

25.12.06

ΣΚΕΨΕΙΣ....

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΔΩΡΑ.

Μερικοί άνθρωποι,μοιάζουν με φτηνά,καλοτυλιγμένα δώρα,όσο ξετυλίγεις τόσο περισσότερο απογοητεύεσαι.Ωραίο το περιτύλιγμα,όλο φρου-φρου κι'αρώματα,αλλά περιεχόμενο ..μηδέν.- Κ.


ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑ.

Το πολιτικό μας σύστημα,θυμίζει κατι παλιά,συνοικιακά, λαικά μαγέρικα που,απολύτως δημοκρατικά,σε εξανάγκαζαν να φας ένα απ'τα δύο φαγητά,που παγίως διέθεταν,δίνοντάς σου όμως τη δυνατότητα να διαλέξεις όποιο, απ'τα δυό ,επιθυμείς.- Κ.

ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ..ΕΚΛΟΓΕΣ.

Ο Έλληνας ψηφοφόρος,στις εκλογές,συμπεριφέρεται σαν...πολιτικος,άλλα λέει,άλλα σκέφτεται,άλλα εννοεί,άλλα υπόσχεται και...άλλα κάνει.- Κ.

ΣΚΕΨΕΙΣ...

ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΑ ΚΑΙ ΑΣΤΡΑΠΗ.

Απ'το να φέγγεις μια ζωή,
σαν την πυγολαμπίδα,
κάλλιο να λάμψεις μια στιγμή,
σαν αστραπή..σε καταιγίδα.- Κ .

22.12.06

Ο Γ Ε Ρ Ο Π Λ Α Τ Α Ν Ο Σ.

Σκυφτός,γερμένος ,στέκει ο γεροπλάτανος,
από βαρύ αστροπελέκι, χτυπημένος,
κι’έτσι πεσμένος,μισερός,κατάμονος,
τα περασμένα αναθυμιέται,πικραμένος.

Τόσοι και τόσοι διάβηκαν τούτον εδώ τον τόπο,
κονέψαν και δροσίστηκαν ,στου ίσκιου μου τη χάρη,
φάγαν ψωμί ,ήπιαν νερό,νταγιάντησαν τον κόπο,
πλαγιάσαν κι ονειρεύτηκαν,στο δροσερό χορτάρι.

Πουλιά,πουλιά κάθε λογής,λαλήσαν στα κλαριά μου,
χτίσαν φωλιές,ισκιώθηκαν,μεγάλωσαν ,τραφήκαν,
κι’όταν ο δόλιος έγειρα και σπάσαν τα ριζά μου,
φτερούγησαν και χάθηκαν, κατάμονο μ’αφήκαν.

Ρήμωσ’η στράτα τώρα πια,διαβάτες δεν διαβαίνουν,
κανένας τους, δεν στέκεται στον ίσκιο το δικό μου,
κάνουνε πως κοιτάνε αλλού, και αλλο δρόμο παίρνουν,
κρυφογελούν ειρωνικά,γι’αυτό τον παθημό μου,

Μονάχα ενα μαυρόπουλο,ενα φτωχό σπουργίτι,
μ’ ήλιο,με χιόνια, με βροχή,χειμώνα, καλοκαίρι,
με συντροφεύει στοργικά,μ’έχει δικό του σπίτι,
και μέσα στην ανημποριά,μου άπλωσε το χέρι.

Κι'όπως με βλέπει αράθυμο,ψυχοβαλαντωμένο,
για ν'αλαφρώσει τον καυμό,γίνεται μπιστικός μου,
και με τα μάτια καρφωτά,μου λέει μαραζωμένο,
πως τάχα φταίει,για όλα αυτά,η αχαριστιά του κόσμου.- Κ.

21.12.06

Ο ΚΑΠΤΑΝ ΘΑΝΟΣ.

Σκληρό νταμάρι ο καπτάν Θάνος,
ατόφιο, γνήσιο, Κρητικό,
λες, των πελάγων πελεκάνος
σ'ένα σκαρί ονειρικό.

Χρόνια, στη γέφυρα αγναντεύει,
τρυγάει, τη γεύση του καυμού,
στ'όνειρο, πάντα, ταξειδεύει,
με το κορμί και με το νου.

Αμούστακο παιδί, ακόμα,
μπήκε στου μπάρκου τη φωτιά,
φιλι απ'της μάνας του το στόμα,
μοναδική του συντροφιά.

Στα καταβάθεια της καρδιάς του,
μαλαματένιο φυλαχτό,
η στερνή ματιά της κοπελιάς του,
που τον προσμένει, στο χωριό.

Γιορτές, καθημερνές και σχόλες,
σαν χθές, σαν αύριο, σαν προχθές,
σύννεφο, λες, περνάνε όλες,
μα πιό πολύ οι Κυριακές.

Του λείπει του σπιτιού το μύρο,
η ζεστασιά της φαμελιάς,
και τα παιχνίδια, εκεί τριγύρω,
με τα παιδιά της γειτονιάς.

Δεν νταγιαντιέται αυτός ο πόνος,
πάντα ο νους, γυρνάει εκεί,
ξυπνάς, κοιμάσαι, πάντα μόνος,
με μιά θολούρα, απ'τη ρακή.

Στο νου του, μέσα,μπερδεμένα,
αγάπες, θάλασσα, στεριά,
όλα, βαθειά του, παθιασμένα,
παλεύουνε, σαν...τα θεριά.

Κι'όταν, σε δύσκολα ταξείδια,
φούσκωνε η θάλασσα, οργιές,
γλύκαινε του καιρού τα φίδια,
το νου γυρνώντας, στις Μουρνιές.

Μα κάποια μέρα είπε,κράτει,
όρτσα κι'οπίσω, ολοταχώς,
κι'άραξε κάπου στο Παγκράτι,
καπτάνιος, τσούρμο, μοναχός.

Γεμάτη η κάμαρα απο ενθύμια,
μπότσος, πυξίδα, μακαράς,
μα οι σκέψεις... κύματα, αγρίμια,
λες,σε ταξείδι συμφοράς.

Συνέχεια,ο νους του ταξειδεύει,
Αυστράλια, Ασία, Αμερική,
και τον καυμό, ψευτογιατρεύει,
με μπάρκα, κάθε... Κυριακή.

Απ'το μικρό το φινιστρίνι,
που'ναι στης κάμαρας την άκρη,
τις τελευταίες διάτες δίνει,
στίγμα, τα μήκη και τα πλάτη,

Κι'έτσι, με τούτα τα ταξείδια,
μετράει, ξανά, τις αντοχές του,
μα μένει πάντοτε στα ίδια,
στίγμα: Δαμάρεως κι' Αλκέτου.- Κ.

19.12.06

ΖΗΛΕΥΩ.....

Ζηλεύω, αυτούς που μπόρεσαν να φτάσουν, ως το τέρμα,
που πάλαιψαν και νίκησαν, την ίδια τη ζωή τους,
αυτούς, που μεσ’το αίμα τους, είχαν το θείο σπέρμα,
κι έδωσαν, φεύγοντας σεμνά, σκοπό στην ύπαρξή τους.

Αυτούς ζηλεύω, που ήτανε οι εκλεκτοί της μοίρας,
σε κάθε προσκλητήριο, που δήλωναν, παρόντες
σεμνά, ανυστερόβουλα, με τ’όπλο ανά χείρας,
στων λάφυρων τη... μοιρασιά, περήφανα απόντες.

Τιμή και δόξα πρέπει τους, όχι γι’αυτά που δώσαν,
ούτε για όσα στερήθηκαν, στην ταπεινή ζωή τους,
μα γιατι δεν υπέκυψαν, ποτέ τους δεν προδώσαν,
για δόξες και για αργύρια, την ακριβή τιμή τους.- Κ.

Λιδορίκι 151206.

28.11.06

ΣΑΒΒΑΤΙΑΝΟ ΖΕΙΜΠΕΚΙΚΟ.

Αν είχε ο πόνος πρόσωπο,
κι ο χάροντας κονάκι, K.
θ'άβγαινα μόνος παγανιά,
να τους προφτάσω στη γωνιά
Παρασκευή,Παρασκευή βραδάκι.

Χτυπάει ο Χάρος σάββατο,
κι ο πόνος,κάθε μέρα,
κι απ'του σαββάτου τη βραδιά, R.
η κάθε μέρα που περνά,
ειν'στο κορμί μια μαχαιριά,
και στην καρδιά μια σφαίρα.

Χάρε,αν έχεις τσαγανό,
ελα να εξηγηθούμε,
τι μού'χεις πάρει απ'τη ζωή, K.
παρε μολύβι και χαρτί,
για να λογαριαστούμε.

R.

Σαββατιανό ζειμπέκικο,
με την καρδιά κομμάτια,
στην ερημιά κάθε στροφής, Κ.
κάποιον γυρεύεις για να δείς,
με βουρκωμένα μάτια.

R.

Aθήνα 08 05 99 .- Κ.

ΔΙΠΡΟΣΩΠΗ.

Είσαι διπρόσωπη, το βλέπω καθαρά,
σκέφτεσαι άλλα, άλλα λες και άλλα κάνεις,
εισαι διπρόσωπη αγάπη μου γλυκειά,
μα δεν μπορείς, οσο κι αν θες, να με τρελλάνεις.

Αν θέλεις νάμαστε μαζί, κοίτα ν'αλλάξεις τακτική,
να μου ξηγιέσαι πάντα ντόμπρα και στα ίσια,
αλλοιώς, αγάπη μου γλυκειά, τραβάω εγω για Πειραιά
και τράβα συ, ολοταχώς, για τα Πατήσια.

Μ'έχεις γεμίσει πια με ψέμματα σωρό,
πας για Ζωγράφου και σε βλέπουν στο Γαλάτσι,
καβάντζα μ'έχεις βρε, παμπόνηρο, μικρό,
διπλοπενιά το παίζεις κι'ότι θέλει ας κάτσει. Κ.-

23.11.06

ΤΟ ΑΣΤΕΡΙ ΤΟΥ ΜΑΗ.

Του Μάη τ'αστέρι άργησε,
σημάδι να μας δόσει,
κι'ο πόνος μας συνάντησε,
λίγο πριν ξημερώσει.

Κάνε καρδιά μου υπομονή,
αύριο ειν'άλλη μέρα,
θα λάμψει ο ήλιος το πρωί
θα έχει γάλα το παιδί,
χαμόγελο η μητέρα.

Ήρθαμε μόνοι στη ζωή,
και ζήσαμε μονάχοι,
χαμένοι μεσοπέλαγα,
σαν ξεχασμένοι βράχοι.- Κ.

21.11.06

Ν Ο Σ Τ Ο Σ....

Θ' αφήσω αυτή την πόλη που με πνίγει, οριστικά,
στον τόπο που γεννήθηκα, θε να ξαναγυρίσω,
δεν έχει αξία,νικητής η νικημένος, τώρα πια,
αφου δεν έχω τίποτ'άλλο ,απ τη ζωή μου,να ζητήσω.

20.11.06

ΤΑ ΚΙΤΡΙΝΑ ...ΚΕΛΙΑ.

Τρεις το πρωί,στο λόφο Σκουζέ,
πέντε και κάτι πίνεις καφέ,
στη Δραπετσώνα,
καυμούς και πίκρες κουβαλάς ,
και τα 'ονειρά σου ξεπουλάς,
για μια διπλή,νυχτερινή,
στον Μαραθώνα.

Ειν η ζωή σου μια ποινή
σ'ένα τετράτροχο κελί,
μια τιμωρία,
ενα τσιγάρο,ένα φιλί,
μια κοντινή διαδρομή,
Ηράκλειο Νέα Ιωνία.

Οι αγάπες σου προσωρινές,
δεν έχουν αύριο,ούτε χθες
βιβλία άδεια,
λίγες ανάσες βιαστικές ,
λίγες χαρούμενες στιγμές,
όσο κρατάει,μόνο,μια βάρδια.

Στα ζάρια παίζεις τη ζωή,
κι οι βάρδιες σου,βράδυ-πρωί
ταινίες τρόμου,
στις άδειες πιάτσες τριγυρνάς,
και μέρα νύχτα κυνηγάς΄
το μεροκάματο του..δρόμου.

Πάντα αγναντεύεις τη ζωή
από την πιο ψηλή κορφή,
χαμένος κόπος,
για τα όνειρά σου τα πολλά,
και την καλή σου την καρδιά,
ξένος ειναι αυτός ο τόπος. - Κ.

Ν Ο Σ Τ Α Λ Γ Ι Α......

Σου γράφω αυτό το γράμμα,Δεκέμβρη στις εφτά,
πάνε δυο χρόνια ,τώρα,πού'σαι στην ξενητειά.
Μαντάτα δεν μας στέλνεις,πως ζεις και πως περνάς,
αν μόνος σου κοιμάσαι ,κι εμένα νε θυμάσαι,
η άλλην αγαπάς,
πως ζεις και πως περνάς, κι εμένα αγαπάς.

Στη γειτονιά ρωτάνε,οι φίλοι κι οι γνωστοί,
πότε θα 'ρθείς κοντά μας,να κάνουμε γιορτή.
Παντρεύτηκε ο Λευτέρης,έχει και δυο παιδιά,
κι η Χριστινιώ σου στέλνει,κρυφά,χίλια φιλιά
ειν αρραβωνιασμένη,
μα εσένα αγαπά,στέλνει,κρυφά,φιλιά.

Χιόνισε χθες το βράδυ,Θεέ μου ..τι ομορφιά,
ξύπνησε το χωριό μας,ντυμένο στα λευκά,
να 'ρχόσουνα τη νύχτα,στ'όνειρο απαλά,
τις παιδικές μας μνήμες,να ζήσουμε ξανά
να 'ρχόσουνα το βράδυ,
στ'όνειρο απαλά,έστω για μια βραδιά.

Χάσαμε και μια φίλη,προχθές το βράδυ,αργά
έφυγ'η Κατερίνα ,η φίλη μας η παλιά.
Κάθε χρόνο στη γιορτή σου,σούφτιαχνε τα γλυκά
με το χαμογελό της και την χρυσή καρδιά,
τις Κυριακές ν'ανάβεις κερί στην εκκλησιά,
να τη θυμάσαι πάντα,
τη φίλη την παλιά,με τη χρυσή καρδιά.

Σε λίγο ξημερώνει,χαράζει Κυριακή,
τα μάτια μου βουρκώσαν,μούσκεψε τοχαρτί,
αχ..νά'σουνα κοντά μας,τούτη την Κυριακή,
λίγη χαρα να δώσεις στην άδεια μας ζωή,
έστω για μια στιγμή,
ετούτη την Κυριακή,έστω για μια στιγμή. - Κ.

( Νοσταλγικό βαλσάκι )

18.11.06

ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΟ...

Σημαίνει,πένθιμα,η καμπάνα τ' αγι'Αντώνη,
πάγωσε απ'άκρη σ'άκρη Περιστέρι,Κολωνός,
χάθηκε,λέει,στη φάμπρικα ο Κοσμάς του μπάρμπα Χρόνη,
0 μερακλής, ομεγαλύτερος ο γιός.

Ατύχημα εργατικό,
το λένε πιά το φονικό,
οποιος πληρώνει,σε σκοτώνει,
κι'έτσι η ζωή σου,απλά,τελειώνει.

Ερμο πουλί της προσφυγιάς,ο μπάρμπα Χρόνης,
κι από παιδί,στη βιοπάλη ο Κοσμάς,
πικρό ψωμί ολημερίς,στο μεροκάματο να τρως
και το νεράκι,λιγοστό όταν διψάς.

Ατύχημα εργατικό,
Θεέ μου συγχώρεστο κι αυτό,
έξω νυχτώνει,πέφτει σκοτάδι,
σώθηκε του Κοσμά το λάδι.

Τέσσερα στόματα προσμέναν τον Κοσμά,
και μια γιαγιά,κατάκοιτη,στο παραγώνι,
μάτια θλιμμένα,παιδικά,να σε κοιτάζουνε βουβά,
και κάθε βλέμμα τους,βαθειά,να σε πληγώνει.

Ατύχημα εργατικό,
έκλεισε κι άλλο σπιτικό,
έξω χιονίζει και νυχτώνει,
το λάδι του Κοσμά τελειώνει.....- Κ.

17.11.06

Μ Ο Ν Α Ξ Ι Α.

Το τζάκι στη γωνιά σβυσμένο,
οι ελπίδες σκόρπιες και θολές,
τ΄όνειρο στο φεγγάρι κρεμασμένο,
δεν ξέρω αν ζω στο σήμερα η στο χθες.

Με πνίγουν οι αναμνήσεις,δεν θέλω να θυμάμαι,
τις όμορφες τις μέρες τις παλιές,
τις σκέφτομαι ακόμα,τις νύχτες δεν κοιμάμαι,
ακόμα,οι πληγές μου ειν΄ανοιχτές.

Μαχαίρι,δίκοπο , η αγάπη,
ο έρωτας,κοφτερό γιαλί,
κάρβουνο αναμμένο,ο πόθος,
βαθειά μου σκάβουν την ψυχή.

Σκαρί,η ζωή μου,ναυαγισμένο,
σ΄άγνωστα και βαθειά νερά,
σπίρτο η κραυγή μου,αναμμένο,
σε φεγγαρόλουστη βραδιά. - K.

16.11.06

Π Α Ρ Α Π Ο Ν Ο...

Δεν πέρασ'η άνοιξη απ' τη γειτονιά μας,φέτο,
ατέλειωτος χειμώνας στην καρδιά, K.
σεργιάνι βγαίνει ο πόνος ,με γαρύφαλλο στο πέτο,
και στις αλάνες παίζουν ,πικραμένα,τα παιδιά.

Και τα γεράνια,μαραμένα,
τα χελιδόνια,μισεμένα, R.
και τα όνειρά μας στην καρδιά
βαθειά,φυλακισμένα.


Φεγγάρια πάνα κι έρχονται,τα παγωμένα βράδια,
φαντάροι ξεχασμένοι,στου ονείρου τη σκοπιά,
σφιγμένα χείλια και τα μάτια καρφωμένα στα σκοτάδια, K.
τα παραμύθια της γιαγιάς,μοναδική,παρηγοριά.

Κι'όλη η ζωή μια χούφτα πόνος,
ξυπνάς,κοιμάσαι,πάντα μόνος,
πως θα περάσει Θεέ μου , R.
αχ Θεέ μου, αυτός ο χρόνος . - K.

15.11.06

ΔΥΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ.

Στις δυτικές τις συνοικίες,
βραδιάζει πάντα,πολύ νωρίς,
χώματα,λάσπες και λίγα φώτα
και τα χαμόγελα πως να τα δεις. K.
Στο Περιστέρι, στη Δραπετσώνα
τ΄απομεσήμερο , ειν' σκοτεινό,
δουλεύουν φάμπρικες κι οι τσιμινιέρες,
καπνούς γεμίζουνε τον ουρανό.

Και τα παιδιά , πάντα θλιμμένα
παίζουν στις λάσπες,στα νερά,
στις Δυτικές τις συνοικίες, R.
όλα πηγαίνουν......μια χαρά.

Το σαββατόβραδο,σουβλάκι- πίττα
και κάπου-κάπου και σινεμά,
την Κυριακή,πρωι,στην εκκλησία
κι ύστερα βόλτα στη γειτονιά.
Γεννιέται ο έρωτας κι αργοπεθαίνει K.
μεσ' τα σοκκάκια τα σκοτεινα,
τα όνειρα πνίγονται,στα λασπονέρια,
φτώχεια,μιζέρια και μοναξιά. - K.

Η Θ Α Λ Α Σ Σ Α.

Θέλω να σ'αγαπήσω θάλασσα,
μα είναι η καρδιά μου,στα βουνά δοσμένη,
κι' αν τη ζωή,σαν μαυραετός, τη χάλασα,
σαν γλαροπούλι θάναι πιό δυστυχισμένη.- Κ

Α Λ Υ Τ Ρ Ω Τ Η Α Γ Α Π Η.

'Ολα τα σβύνει ο καιρός ,
κι ο χρόνος τα γιατρεύει,
μα η αγάπη , η αλύτρωτη,
όσο γερνάει..θεριεύει.

Στα καταβάθια,της καρδιάς,
βουβή , φυλακισμένη,
όπως στη στάχτη ,την παλιά,
η σπίθα , η αναμμένη.

Κι' όσο τα χρόνια σου περνούν ,
και τα μαλλιά σου ασπρίζουν ,
τόσο η καρδιά σου, μα κι' ο νους
σ' αυτή ξαναγυρίζουν.... Κ . -

14.11.06

ΓΙΑ ΤΗ ΒΑΣΟΥΛΑ.

Ανθούς τ' Οκτώβρη, που να βρώ, να σε στολίσω,
μικρέ, γαλάζιε μου, ουρανέ,
κι'ένα μου δάκρυ, δροσερό, να σε ποτίσω,
μη μαραθείς ποτέ.

Το σύννεφο,το ποι'όμορφο, στις χούφτες μου θα στίψω,
να πιείς να δροσιστείς,
και στο ταξείδι που θα πας, σημάδια εγώ θα ρίξω ,
καρδιά μου, μη χαθείς.- Κ.

ΟΝΕΙΡΙΚΟ

Βγες στα περβόλια, στους αγρούς,
κι ασ’την ψυχή σου ν’ανασάνει,
πιο πάνω απ’τους εφτά ουρανούς σε φτάνει
το αιθέριο άρωμα που βγαίνει απ’τους ανθούς.

Πιες κρύο νερό, ξαπόστασε, αφουγκράσου
των ελατιών τ’αχνό σιγοψιθύρισμα,
κι εκεί, παραδομένος, στης βραδιάς το γλυκογύρισμα,
από το ρόδινο λαιμό των αστεριών, κρεμάσου.

Πάρ’τη ζωή σου μακριά απ’τη ρουτίνα,
κι ασ’τους καυμούς της πόλης, στους πολλούς,
στις λαγκαδιές και στα ρουμάνια σαν θ’ακούς ,
τ’αηδόνι, να σου γλυκοκελαιδάει κι η καρδερίνα.

Αγάπα τα μικρά, φτωχά, τ’ασήμαντα,
τη σιωπή της ερημιάς σου ερωτέψου,
πόσο μικρή είν’η ζωή σου, τάχα, σκέψου
στ’απέραντα, του κόσμου σου τα σύμπαντα.

Κοίτα τον ήλιο το πρωί, κατάματα ,
κάν’την ευχή σου, κι ό,τι θέλεις ζήτα,
κι όλα θα’ρθουν στο μαξιλάρι σου τη νύχτα,
των μαγεμένων σου αστεριών ,τα τάματα.- Κ.

13 09 95.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του ΠΟΚΕ ΑΤΕ
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Τεύχος χειμώνα 1995.

ΠΙΚΡΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ...

Εκεί στης Θήβας τον απέραντο τον κάμπο,
που χάνει ο νους από της γης τα πλούτη,
ένα μικρό συνάντησα, πικρό, παράδεισο
πνιγμένο, μέσ’της λάσπης το κουρκούτι.

Λειψές παράγκες από τσίγκια και σαπόξυλα
κουρέλια στα παράθυρα, σαν ξεφτισμένα βρόχια,
να μη μπορεί να μπει η ελπίδα στα καρδόφυλλα,
ντροπή ! ! ! ΄έξω η ντροπή και μέσα η φτώχεια.

Ξυπόλητα παιδιά που παίζουν στα λασπόνερα,
χλωμά γυφτάκια με μαυροθλιμμένα μάτια,
τα’χει ο λευκός θεός τιμωρημένα, απόμερα,
κι η μελαψή καρδούλα τους κομμάτια.

Μα σαν βραδιάσει, ασετιλίνες, λυχνοφάναρα,
ρίχνουν τ’αχνό τους φως , πέρα ως πέρα
μεριάζει η πείνα κι’αρχινούν τα λιανοτράγουδα.,
έχει ο θεός!!! αύριο ξημερώνει άλλη μέρα.- Κ.

Αθήνα 231095.

13.11.06

Φ Υ Γ Η.

Δεν το άντεξες ,που η άνοιξη άργησε,φέτος,ν'άρθει,
κι οι πασχαλιές,ολόγυρα,δεν άνθισαν νωρίς,
άρχισες το ταξείδι σου,δεμένη στο κατάρτι
του καραβιού,που στ'όνειρο θε να σε πάει θαρρείς.

Στο μυστικό το κάλεσμα,των μαγικών σειρήνων
δεν μπόρεσες ν'αντισταθείς,κι έφυγες σιωπηλά,
ραπίζοντας τις παρειές,όλων ημών κι εκείνων
που όνειρα σου τάζανε,έωλα ,απατηλά.

'Ας είσαι καλοτάξειδη, στο πρώτο,το μεγάλο,
μα και στερνό ταξείδι σου,σε τούτη τη ζωή,
μόνο συγχώρεση,αν μπορείς,δόσ'μας και τίποτ'άλλο,
για όσα σου στερήσαμε,φίλοι κι εχθροί μαζί.- Κ.

Για τη Μαρία. 14 02 06.

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΦΙΛΩΝ.

Εφτά Σεπτέμβρη και σαββάτο,
θανάτου απόφαση η φυγής,
ότι ήτανε να δείς το είδες
στο πανηγύρι της ζωής.

Πτήση νυχτερινή,μοιραία,
κάτω απ το φως του φεγγαριού,
περνάς υπόγειες διαβάσεις
στο θολωμένο σου το νου.

Βία στα γήπεδα και αίμα,
χάπια,χασίσι και σκληρά,
ότι σας είπαν,ήταν ψέμμα
η ζωή είναι πάντοτε γλυκειά.

Παιδιά λιπόσαρκα,θλιμμένα,
στων φαναριών την προσμονή,
λες και δεν είναι ανθρώπου γέννα,
αλλά τα ξέρασε η ζωή.

Κλείσαν νωρίς τα καφενεία,
άδεια η πλατεία από παιδιά,
αμούστακο,παλληκαράκι,
είπες για πάντα έχε γειά.- Κ.

Α Π Ο Υ Σ Ι Α...

Θάρθουν βραδιές να με ζητάς,
νύχτες,να με θυμάσαι,
θα ξημερώνει η αυγή,
μα εσύ δεν θα κοιμάσαι.

Θ' αναζητάς τα μάτια μου,
που αγκάλιαζαν τον κόσμο,
μοσχοβολιά η ανάσα μου,
βασιλικό και δυόσμο.

Θα τριγυρνάς στις γειτονιές,
με μάτια δακρυσμένα,
γνωστούς και φίλους θα ρωτάς,
αν μάθανε για μένα.

Τα βράδια στις ακριγιαλιές,
τα χνάρια μου θα ψάχνεις,
και στην καυτή την αμμουδιά,
τον ίσκιο μου θα φτιάχνεις.

Μα ότι απο μένα απόμεινε,
μεσ'την καρδιά σου είναι΄
κράτα αγκαλιά το όνειρο,
δική μου πάντα μείνε.- Κ.

ΟΙ ΟΜΟΡΦΕΣ ΜΕΡΕΣ.

Οι πιο όμορφες οι μέρες της ζωής μου,
είναι εκείνες που δεν έζησα,οι χαμένες,
αυτές που έρχονται τις νύχτες στα όνειρά μου,
μαζι με τις αλύτρωτες αγάπες μου,θλιμμένες.- Κ

ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ.

Πως να σ'αντέξει,βρε καρδιά μου το κορμί,
έτσι όπως είσαι συ φτιαγμένη,
πονάς,λυπάσαι,αγαπάς μα ούτε στιγμή,
δεν σε θυμάμαι νάσαι ευτυχισμένη.

Σ'έρημους δρόμους,πάντα μόνη,περπατάς
και στου ονείρου τα πελάγη ταξειδεύεις,
όλοι τριγύρω σου γελούν,μα συ πονάς,
αχ βρε καρδιά μου,πάψε πια να με παιδεύεις.

Του κόσμου οι πίκρες,μια δικιά σου ενοχή
κι'όλα τα δάκρυα των παιδιών,δικό σου δάκρυ,
ζεις,βρε καρδιά μου,σε μια άλλη εποχή,
σ'ένα δικό σου κόσμο ζεις,σε κάποια άκρη.- Κ.

12.11.06

Η ΛΙΜΝΗ


Σαν γέρνει το φεγγάρι
στης λίμνης τα νερά,
νεράιδες κατεβαίνουν
με ξέπλεκα μαλλιά.

Χτενίζονται και παίζουν
πλάι στην ακρολιμνιά
κι ολόγυρα χορεύουν,
της Γκιώνας ξωτικά.

Στολίδια,στα μαλλιά τους,
τ'αστέρια τα χρυσά,
κι'ανάσα του κορμιού τους
του Βαρδουσιού ευωδιά.

Η ΓΕΡΙΚΗ ΜΟΥΣΜΟΥΛΙΑ

Στ’ αγαπημένο το χωριό μου,
σε κάποια αυλή, σε μια γωνιά
άσβεστη φλόγα, είν’ στ’όνειρό μου
μια γερασμένη μουσμουλιά.

Καρπούς δεν κάνει, μήτ’ανθίζει
κι’έχει της τα κλαδιά κυρτά,
μον’ με τον ίσκιο της δροσίζει
της έξω πόρτας τα σκαλιά.

Στης νιότης τα δροσάτα χρόνια
στου έρωτα την ομορφιά,
με κρύο, ζέστη και με χιόνια
την είχα πάντα συντροφιά.

Τ’ατέλειωτα εκείνα βράδια
με τη βουβή της τη λαλιά,
βάλσαμο έριχνε στην άδεια,
την πονεμένη μου καρδιά.

Τώρα όμως, πέρασαν τα χρόνια
και δεν σκιρτάει πια η καρδιά,
μα η σκέψη, σαν τα χελιδόνια,
συχνά με πάει στα παλιά.

Στη μουσμουλιά τη γερασμένη,
με τα γερμένα τα κλαδιά,
που άσβεστη φλόγα πάντα μένει
στην πονεμένη μου καρδιά.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΦΙΛΙ

Μη με φιλάς στα μάτια μου’χες πει, θυμάσαι;
κι’ ήταν ακόμα στα μισά το καλοκαίρι,
την άλλη άνοιξη ποιος άραγε το ξέρει,
που τάχα θα’μαι εγώ κι εσύ που θα’σαι.

Πεθαίνει η αγάπη το χειμώνα, μου’πες, χάνεται,
και κάποια άλλη,με την άνοιξη γεννιέται,
κάθε παλιός καυμός περνάει, ξεχνιέται,
σαν η καρδιά σε άλλα δίχτυα πιάνεται...

Κι εκείνο το καυτό τ’Αυγούστου απόγευμα,
που όλα τα πύρωνε η ανάσα σου τριγύρω,
απ’του κορμιού σου μεθυσμένος τ’άγιο μύρο,
έγειρα και σε φίλησα σαν έπεφτε το λιόγερμα.

Ένα σου δάκρυ, τότε, καστανό, ακριβό πετράδι,
κύλησε στα βουβά, τα βουρκωμένα σου τα μάτια,
κι’όλα, τα νεκρωμένα, του κορμιού μου τα κομμάτια,
πήραν ζωή, με μιας, απ’τής ανάσας σου το χάδι...

Πέρασαν χρόνια, κύλησε η ζωή, μα μένει ακόμα
μεσ’στη ψυχή ολοζώντανο, τ’απόγευμα εκείνο,
κι’ενώ της περασμένης μου ζωής τα πάντα σβύνω,
η φλόγα εκείνου του φιλιού, μου καίει το στόμα.- K.

11.11.06

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ...

Ένα σπιτάκι φτωχικό, στη ράχη στον Ψαλά θέλω να χτίσω,
να'χει δυο οργιές αυλή, γι'απαντοχή στις δύσκολες τις ώρες,
και τα όσα μου μένουν χρόνια, εκεί, αθόρυβα να ζήσω,
μακριά απ'του κόσμου τις καλοκαιριές μα και τις μπόρες.

Μια καμαρούλα τόση δα, να μου χωράει χαρές και λύπες,
ολόγιομη απ'τ'αλύτρωτα ,τα παιδικά όνειρά μου,
φίλοι χαμένοι, έρωτες, πολύχρωμες τουλίπες,
μες στο λειβάδι της καρδιάς μονάχη συντροφιά μου.

Μπροστά στην πόρτα ένα πέτρινο σκαλί, για στοχασμό
και πλάι ,ακοίμητος φρουρός, η γέρικη ορτανσία,
που την κανάκευε η μάνα σαν παιδί, ραντίζοντάς την μ'αγιασμό,
Σταυρού και Φώτων, με κλωνί βασιλικό απ'την εκκλησία.

Μια ψάθινη, παλιά καρέκλα στη γωνιά και ένα τραπέζι,
ολόγυρα στους τοίχους κάδρα τ'αδελφού και των γονιών μου
κι όταν τις νύχτες η βροχή με τα παράθυρα θα παίζει
να στροβιλίζομαι στη δίνη των ονείρων των παλιών μου.

Μαύρο ξερό ψωμί και δυο ελιές, για γιόμα και για δείπνο
και κάπου κάπου ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ανάμμα,
και με καρδιά και σκέψη καθαρή, στον άγιο ύπνο
να ξαναζώ κάθε βραδιά της πρώτης νειότης μου το θάμα.

Κάνε το, Θεέ μου, τούτο δώ το όνειρο να στρέξει,
ν'αξιωθώ, παιδί ξανά, να πορευτώ στ'αγκάθια
κι αυτή η ζωή μου, η λειψή, ας μη βιαστεί, ας μην τρέξει,
ώσπου να σώσω, της ψυχής μου να σβύσω όλα τα πάθια.