Εκεί στης Θήβας τον απέραντο τον κάμπο,
που χάνει ο νους από της γης τα πλούτη,
ένα μικρό συνάντησα, πικρό, παράδεισο
πνιγμένο, μέσ’της λάσπης το κουρκούτι.
Λειψές παράγκες από τσίγκια και σαπόξυλα
κουρέλια στα παράθυρα, σαν ξεφτισμένα βρόχια,
να μη μπορεί να μπει η ελπίδα στα καρδόφυλλα,
ντροπή ! ! ! ΄έξω η ντροπή και μέσα η φτώχεια.
Ξυπόλητα παιδιά που παίζουν στα λασπόνερα,
χλωμά γυφτάκια με μαυροθλιμμένα μάτια,
τα’χει ο λευκός θεός τιμωρημένα, απόμερα,
κι η μελαψή καρδούλα τους κομμάτια.
Μα σαν βραδιάσει, ασετιλίνες, λυχνοφάναρα,
ρίχνουν τ’αχνό τους φως , πέρα ως πέρα
μεριάζει η πείνα κι’αρχινούν τα λιανοτράγουδα.,
έχει ο θεός!!! αύριο ξημερώνει άλλη μέρα.- Κ.
Αθήνα 231095.
Οι παλιές αγάπες, λέει ένα τραγούδι των Πυξ-Λαξ, πάνε στον παράδεισο, οι μεγάλες όμως... δεν πεθαίνουν ποτέ Κ.
14.11.06
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου