Στ’ αγαπημένο το χωριό μου,
σε κάποια αυλή, σε μια γωνιά
άσβεστη φλόγα, είν’ στ’όνειρό μου
μια γερασμένη μουσμουλιά.
Καρπούς δεν κάνει, μήτ’ανθίζει
κι’έχει της τα κλαδιά κυρτά,
μον’ με τον ίσκιο της δροσίζει
της έξω πόρτας τα σκαλιά.
Στης νιότης τα δροσάτα χρόνια
στου έρωτα την ομορφιά,
με κρύο, ζέστη και με χιόνια
την είχα πάντα συντροφιά.
Τ’ατέλειωτα εκείνα βράδια
με τη βουβή της τη λαλιά,
βάλσαμο έριχνε στην άδεια,
την πονεμένη μου καρδιά.
Τώρα όμως, πέρασαν τα χρόνια
και δεν σκιρτάει πια η καρδιά,
μα η σκέψη, σαν τα χελιδόνια,
συχνά με πάει στα παλιά.
Στη μουσμουλιά τη γερασμένη,
με τα γερμένα τα κλαδιά,
που άσβεστη φλόγα πάντα μένει
στην πονεμένη μου καρδιά.
σε κάποια αυλή, σε μια γωνιά
άσβεστη φλόγα, είν’ στ’όνειρό μου
μια γερασμένη μουσμουλιά.
Καρπούς δεν κάνει, μήτ’ανθίζει
κι’έχει της τα κλαδιά κυρτά,
μον’ με τον ίσκιο της δροσίζει
της έξω πόρτας τα σκαλιά.
Στης νιότης τα δροσάτα χρόνια
στου έρωτα την ομορφιά,
με κρύο, ζέστη και με χιόνια
την είχα πάντα συντροφιά.
Τ’ατέλειωτα εκείνα βράδια
με τη βουβή της τη λαλιά,
βάλσαμο έριχνε στην άδεια,
την πονεμένη μου καρδιά.
Τώρα όμως, πέρασαν τα χρόνια
και δεν σκιρτάει πια η καρδιά,
μα η σκέψη, σαν τα χελιδόνια,
συχνά με πάει στα παλιά.
Στη μουσμουλιά τη γερασμένη,
με τα γερμένα τα κλαδιά,
που άσβεστη φλόγα πάντα μένει
στην πονεμένη μου καρδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου