Οι παλιές αγάπες, λέει ένα τραγούδι των Πυξ-Λαξ, πάνε στον παράδεισο, οι μεγάλες όμως... δεν πεθαίνουν ποτέ Κ.

22.12.06

Ο Γ Ε Ρ Ο Π Λ Α Τ Α Ν Ο Σ.

Σκυφτός,γερμένος ,στέκει ο γεροπλάτανος,
από βαρύ αστροπελέκι, χτυπημένος,
κι’έτσι πεσμένος,μισερός,κατάμονος,
τα περασμένα αναθυμιέται,πικραμένος.

Τόσοι και τόσοι διάβηκαν τούτον εδώ τον τόπο,
κονέψαν και δροσίστηκαν ,στου ίσκιου μου τη χάρη,
φάγαν ψωμί ,ήπιαν νερό,νταγιάντησαν τον κόπο,
πλαγιάσαν κι ονειρεύτηκαν,στο δροσερό χορτάρι.

Πουλιά,πουλιά κάθε λογής,λαλήσαν στα κλαριά μου,
χτίσαν φωλιές,ισκιώθηκαν,μεγάλωσαν ,τραφήκαν,
κι’όταν ο δόλιος έγειρα και σπάσαν τα ριζά μου,
φτερούγησαν και χάθηκαν, κατάμονο μ’αφήκαν.

Ρήμωσ’η στράτα τώρα πια,διαβάτες δεν διαβαίνουν,
κανένας τους, δεν στέκεται στον ίσκιο το δικό μου,
κάνουνε πως κοιτάνε αλλού, και αλλο δρόμο παίρνουν,
κρυφογελούν ειρωνικά,γι’αυτό τον παθημό μου,

Μονάχα ενα μαυρόπουλο,ενα φτωχό σπουργίτι,
μ’ ήλιο,με χιόνια, με βροχή,χειμώνα, καλοκαίρι,
με συντροφεύει στοργικά,μ’έχει δικό του σπίτι,
και μέσα στην ανημποριά,μου άπλωσε το χέρι.

Κι'όπως με βλέπει αράθυμο,ψυχοβαλαντωμένο,
για ν'αλαφρώσει τον καυμό,γίνεται μπιστικός μου,
και με τα μάτια καρφωτά,μου λέει μαραζωμένο,
πως τάχα φταίει,για όλα αυτά,η αχαριστιά του κόσμου.- Κ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: