Οι παλιές αγάπες, λέει ένα τραγούδι των Πυξ-Λαξ, πάνε στον παράδεισο, οι μεγάλες όμως... δεν πεθαίνουν ποτέ Κ.

11.11.06

ΟΝΕΙΡΕΥΟΜΑΙ...

Ένα σπιτάκι φτωχικό, στη ράχη στον Ψαλά θέλω να χτίσω,
να'χει δυο οργιές αυλή, γι'απαντοχή στις δύσκολες τις ώρες,
και τα όσα μου μένουν χρόνια, εκεί, αθόρυβα να ζήσω,
μακριά απ'του κόσμου τις καλοκαιριές μα και τις μπόρες.

Μια καμαρούλα τόση δα, να μου χωράει χαρές και λύπες,
ολόγιομη απ'τ'αλύτρωτα ,τα παιδικά όνειρά μου,
φίλοι χαμένοι, έρωτες, πολύχρωμες τουλίπες,
μες στο λειβάδι της καρδιάς μονάχη συντροφιά μου.

Μπροστά στην πόρτα ένα πέτρινο σκαλί, για στοχασμό
και πλάι ,ακοίμητος φρουρός, η γέρικη ορτανσία,
που την κανάκευε η μάνα σαν παιδί, ραντίζοντάς την μ'αγιασμό,
Σταυρού και Φώτων, με κλωνί βασιλικό απ'την εκκλησία.

Μια ψάθινη, παλιά καρέκλα στη γωνιά και ένα τραπέζι,
ολόγυρα στους τοίχους κάδρα τ'αδελφού και των γονιών μου
κι όταν τις νύχτες η βροχή με τα παράθυρα θα παίζει
να στροβιλίζομαι στη δίνη των ονείρων των παλιών μου.

Μαύρο ξερό ψωμί και δυο ελιές, για γιόμα και για δείπνο
και κάπου κάπου ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, ανάμμα,
και με καρδιά και σκέψη καθαρή, στον άγιο ύπνο
να ξαναζώ κάθε βραδιά της πρώτης νειότης μου το θάμα.

Κάνε το, Θεέ μου, τούτο δώ το όνειρο να στρέξει,
ν'αξιωθώ, παιδί ξανά, να πορευτώ στ'αγκάθια
κι αυτή η ζωή μου, η λειψή, ας μη βιαστεί, ας μην τρέξει,
ώσπου να σώσω, της ψυχής μου να σβύσω όλα τα πάθια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: