Οι παλιές αγάπες, λέει ένα τραγούδι των Πυξ-Λαξ, πάνε στον παράδεισο, οι μεγάλες όμως... δεν πεθαίνουν ποτέ Κ.

31.12.06

ΣΚΕΨΕΙΣ...

ΖΩΗ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑ.

Τα χρήματα ,μπορεί να βελτιώνουν τη ζωή μας,σπάνια όμως εμάς τους ίδιους.


Πάντα καμάρωνα φτωχούς ανθρώπους που ήταν άρχοντες,λυπόμουνα όμως μερικούς..
..άρχοντες που έζησαν σαν φτωχοί για να πεθάνουν....πλούσιοι.- Κ.

28.12.06

ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ,

Μεσ'σε συρτάρια σκονισμένα,ξεχασμένες,
πολλές,ασπρόμαυρες,παλιές,φωτογραφίες,
σαν τις ανθρώπινες ψυχές φυλακισμένες,
έχουν να πούνε τις δκές τους ιστορίες.

Κομμάτια απ'τη ζωή μας,διπλασφαλισμένα,
άθελα η θελημένα,μεσ΄τα βάθη της ψυχής,
κάποτε-πότε,λες,τα νοιώθουμε σαν..ξένα
μ'αλλοίμονο,είναι τα ίδια τα θεμέλια τηςζωής.

Κι'όταν,καμιά φορά,η μοναξιά αφόρητα μας πνίγει,
και γίνεται ο κόμπος στο λαιμό,σωστό μαρτύριο,
τότε,το μυστικό πορτάκι της καρδιάς,ανοίγει,
κι'όλα ανασταίνονται,στου νου το κοιμητήριο.- Κ.

25.12.06

ΣΚΕΨΕΙΣ....

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΔΩΡΑ.

Μερικοί άνθρωποι,μοιάζουν με φτηνά,καλοτυλιγμένα δώρα,όσο ξετυλίγεις τόσο περισσότερο απογοητεύεσαι.Ωραίο το περιτύλιγμα,όλο φρου-φρου κι'αρώματα,αλλά περιεχόμενο ..μηδέν.- Κ.


ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑ.

Το πολιτικό μας σύστημα,θυμίζει κατι παλιά,συνοικιακά, λαικά μαγέρικα που,απολύτως δημοκρατικά,σε εξανάγκαζαν να φας ένα απ'τα δύο φαγητά,που παγίως διέθεταν,δίνοντάς σου όμως τη δυνατότητα να διαλέξεις όποιο, απ'τα δυό ,επιθυμείς.- Κ.

ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ..ΕΚΛΟΓΕΣ.

Ο Έλληνας ψηφοφόρος,στις εκλογές,συμπεριφέρεται σαν...πολιτικος,άλλα λέει,άλλα σκέφτεται,άλλα εννοεί,άλλα υπόσχεται και...άλλα κάνει.- Κ.

ΣΚΕΨΕΙΣ...

ΠΥΓΟΛΑΜΠΙΔΑ ΚΑΙ ΑΣΤΡΑΠΗ.

Απ'το να φέγγεις μια ζωή,
σαν την πυγολαμπίδα,
κάλλιο να λάμψεις μια στιγμή,
σαν αστραπή..σε καταιγίδα.- Κ .

22.12.06

Ο Γ Ε Ρ Ο Π Λ Α Τ Α Ν Ο Σ.

Σκυφτός,γερμένος ,στέκει ο γεροπλάτανος,
από βαρύ αστροπελέκι, χτυπημένος,
κι’έτσι πεσμένος,μισερός,κατάμονος,
τα περασμένα αναθυμιέται,πικραμένος.

Τόσοι και τόσοι διάβηκαν τούτον εδώ τον τόπο,
κονέψαν και δροσίστηκαν ,στου ίσκιου μου τη χάρη,
φάγαν ψωμί ,ήπιαν νερό,νταγιάντησαν τον κόπο,
πλαγιάσαν κι ονειρεύτηκαν,στο δροσερό χορτάρι.

Πουλιά,πουλιά κάθε λογής,λαλήσαν στα κλαριά μου,
χτίσαν φωλιές,ισκιώθηκαν,μεγάλωσαν ,τραφήκαν,
κι’όταν ο δόλιος έγειρα και σπάσαν τα ριζά μου,
φτερούγησαν και χάθηκαν, κατάμονο μ’αφήκαν.

Ρήμωσ’η στράτα τώρα πια,διαβάτες δεν διαβαίνουν,
κανένας τους, δεν στέκεται στον ίσκιο το δικό μου,
κάνουνε πως κοιτάνε αλλού, και αλλο δρόμο παίρνουν,
κρυφογελούν ειρωνικά,γι’αυτό τον παθημό μου,

Μονάχα ενα μαυρόπουλο,ενα φτωχό σπουργίτι,
μ’ ήλιο,με χιόνια, με βροχή,χειμώνα, καλοκαίρι,
με συντροφεύει στοργικά,μ’έχει δικό του σπίτι,
και μέσα στην ανημποριά,μου άπλωσε το χέρι.

Κι'όπως με βλέπει αράθυμο,ψυχοβαλαντωμένο,
για ν'αλαφρώσει τον καυμό,γίνεται μπιστικός μου,
και με τα μάτια καρφωτά,μου λέει μαραζωμένο,
πως τάχα φταίει,για όλα αυτά,η αχαριστιά του κόσμου.- Κ.

21.12.06

Ο ΚΑΠΤΑΝ ΘΑΝΟΣ.

Σκληρό νταμάρι ο καπτάν Θάνος,
ατόφιο, γνήσιο, Κρητικό,
λες, των πελάγων πελεκάνος
σ'ένα σκαρί ονειρικό.

Χρόνια, στη γέφυρα αγναντεύει,
τρυγάει, τη γεύση του καυμού,
στ'όνειρο, πάντα, ταξειδεύει,
με το κορμί και με το νου.

Αμούστακο παιδί, ακόμα,
μπήκε στου μπάρκου τη φωτιά,
φιλι απ'της μάνας του το στόμα,
μοναδική του συντροφιά.

Στα καταβάθεια της καρδιάς του,
μαλαματένιο φυλαχτό,
η στερνή ματιά της κοπελιάς του,
που τον προσμένει, στο χωριό.

Γιορτές, καθημερνές και σχόλες,
σαν χθές, σαν αύριο, σαν προχθές,
σύννεφο, λες, περνάνε όλες,
μα πιό πολύ οι Κυριακές.

Του λείπει του σπιτιού το μύρο,
η ζεστασιά της φαμελιάς,
και τα παιχνίδια, εκεί τριγύρω,
με τα παιδιά της γειτονιάς.

Δεν νταγιαντιέται αυτός ο πόνος,
πάντα ο νους, γυρνάει εκεί,
ξυπνάς, κοιμάσαι, πάντα μόνος,
με μιά θολούρα, απ'τη ρακή.

Στο νου του, μέσα,μπερδεμένα,
αγάπες, θάλασσα, στεριά,
όλα, βαθειά του, παθιασμένα,
παλεύουνε, σαν...τα θεριά.

Κι'όταν, σε δύσκολα ταξείδια,
φούσκωνε η θάλασσα, οργιές,
γλύκαινε του καιρού τα φίδια,
το νου γυρνώντας, στις Μουρνιές.

Μα κάποια μέρα είπε,κράτει,
όρτσα κι'οπίσω, ολοταχώς,
κι'άραξε κάπου στο Παγκράτι,
καπτάνιος, τσούρμο, μοναχός.

Γεμάτη η κάμαρα απο ενθύμια,
μπότσος, πυξίδα, μακαράς,
μα οι σκέψεις... κύματα, αγρίμια,
λες,σε ταξείδι συμφοράς.

Συνέχεια,ο νους του ταξειδεύει,
Αυστράλια, Ασία, Αμερική,
και τον καυμό, ψευτογιατρεύει,
με μπάρκα, κάθε... Κυριακή.

Απ'το μικρό το φινιστρίνι,
που'ναι στης κάμαρας την άκρη,
τις τελευταίες διάτες δίνει,
στίγμα, τα μήκη και τα πλάτη,

Κι'έτσι, με τούτα τα ταξείδια,
μετράει, ξανά, τις αντοχές του,
μα μένει πάντοτε στα ίδια,
στίγμα: Δαμάρεως κι' Αλκέτου.- Κ.

19.12.06

ΖΗΛΕΥΩ.....

Ζηλεύω, αυτούς που μπόρεσαν να φτάσουν, ως το τέρμα,
που πάλαιψαν και νίκησαν, την ίδια τη ζωή τους,
αυτούς, που μεσ’το αίμα τους, είχαν το θείο σπέρμα,
κι έδωσαν, φεύγοντας σεμνά, σκοπό στην ύπαρξή τους.

Αυτούς ζηλεύω, που ήτανε οι εκλεκτοί της μοίρας,
σε κάθε προσκλητήριο, που δήλωναν, παρόντες
σεμνά, ανυστερόβουλα, με τ’όπλο ανά χείρας,
στων λάφυρων τη... μοιρασιά, περήφανα απόντες.

Τιμή και δόξα πρέπει τους, όχι γι’αυτά που δώσαν,
ούτε για όσα στερήθηκαν, στην ταπεινή ζωή τους,
μα γιατι δεν υπέκυψαν, ποτέ τους δεν προδώσαν,
για δόξες και για αργύρια, την ακριβή τιμή τους.- Κ.

Λιδορίκι 151206.