Οι παλιές αγάπες, λέει ένα τραγούδι των Πυξ-Λαξ, πάνε στον παράδεισο, οι μεγάλες όμως... δεν πεθαίνουν ποτέ Κ.

28.2.09

ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ..ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΥΤΣΟΥΡΟ - Β.’

 

 

image

Το μοναστήρι του Κουτσουρού , πριν τελειώσου οι εργασίες επισκευής του .

      Ανάψαμε λοιπόν το κεράκι μας , προσκυνήσαμε στην θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς , ακούσαμε και πολλά και διάφορα , γιά τα θαύματα που έχει κάνει , κατά καιρούς , η Χάρη της , κι΄όλα αυτά μέσα στην εκκλησία , όπου η ατμόσφαιρα ήταν κυριολεκτικά ..αποπνικτική , ένα περίεργο ..μείγμα από καπνούς κι’ αναθυμιάσεις λιβανιού και κεριών , που ανακατεμένο και με την ΄φυσική..ευωδιά του καταιδρωμένου πλήθους , σε ..’πνιγε , σου έκοβε την ανάσα…

      Εν τω μεταξύ όλο κι’ ερχόταν κόσμος , μανάδες με μωρά στην αγκαλιά , που έκλαιγαν διαρκώς , μεγαλύτερα παιδάκια που προσπαθούσαν να παίξουν , μέσα στην εκκλησία , και τα κυνηγούσαν οι μανάδες τους , και φυσικά μεγάλοι άνθρωποι , κουρασμένοι , κακοπαθημένοι , εξουθενωμένοι , που ποιός να ήξερε τι τους βασάνιζε , τι τους  έφερε ως εδώ..

   Όπως είπαμε και πριν , το πρόγραμμά μας έλεγε ξενύχτι μέσα στην εκκλησία , τώρα το που και το πως , δεν είχε και μεγάλη σημασία , εκεί στριμωγμένοι μαζί τους τόσους άλλους , και μεις.. Η ιδέα βέβαια δεν μου πολυάρεσε , αλλά δεν μπορούσα να κάνω και κάτι , δεν υπήρχε άλλη επιλογή , το πήρα λοιπόν απόφαση ..

   Ήταν όμως αδύνατο να παραμείνεις γιά πολλή ώρα μέσα , δεν αντεχόταν , πνιγόμουνα , όχι μόνον εγώ αλλά και πολλοί άλλοι , που έβγαιναν γιά ν’ ανασάνουν λίγο καθαρό αέρα , με…βάρδιες , κάποιοι απ’ την παρέα , έμεναν και κρατούσαν τις..θέσεις , προσέχοντας και τα ..συμπράγκαλά τους , που ήταν ..ό,τι μπορεί να φανταστεί κανέις , τα πιό απίθανα , το ίδιο κάναμε και μεις , κάποιες έμειναν μέσα και εγώ με τη μάνα μου βγήκαμε γιά λίγο , και θα επιστρέφαμε γιά να γίνει..σκάτζα –βάρδια  .

   Έξω γινόταν άλλο…πανηγύρι , κόσμος πηγαινοερχόταν , ζωντανά γκαρίζανε , παιδιά κυνηγιόντουσαν , τι να κάνουν μικρά παιδιά ήταν , μανάδες τα φώναζαν με τον ..γλυκο εκείνο τρόπο των..χωριών , σωστό ..πανδαιμόνιο , κι’ όλο και έρχονταν και καινούργιοι , κατάκοποι , και προπαντός ..καταιδρωμένοι , απ’ το πολύωρο περπάτημα καιτη ζέστη..

   Τη λίγη ώρα που μείναμε έξω , συναντήσαμε πολλούς χωριανούς μας , που ήρθαν γιά την ολονυχτία , κουβέντιασαν με τη μάνα μου , και μπήκαν στην εκκλησία γιά να εξασφαλίσουν ..κατάλυμα , πράγμα πολύ-πολύ δύσκολο , αλλά και τι να ‘καναν , η ανάγκη βλέπεις…ρίξαμε και μιά ματιά στα ζωντανά μας , που τα ‘χαμε..παρκαρισμένα , κάτω απ’ την εκκλησία , δεμένα σε δέντρα , και γυρίσαμε γιά να κάνουμε τη βάρδια μας …

   Εγώ βέβαια , από μέρες ρωτούσα τη μάνα μου , γιατί με πήγαινε ..ταμένο στον Κουτσουρό , γιά ποιό λόγο , και μάλιστα ντυμένο με..ποδίτσα , όλο μου τα μάσαγε και όλο μούλεγε πως θα μου πει , την ξαναρώτησα και εδώ , στην εκκλησία , όση ώρα ήμασταν έξω , και μου είπε τελικά , πως με είχε τάξει στην Παναγία την Κουτσουριώτισσα , γιατί στην Αθήνα που μέναμε , είχα αρρωστήσει και έμεινα γιά λίγο στο Νοσοκομείο των παίδων , και τώρα ξεπλήρωνε την υπόσχεσή της , το τάμα της στην Παναγία …

   Και τότε μου εξήγησε πως και οι άνθρωποι που βλέπαμε ρχόμενοι , να περπατάνε  ξυπόλυτοι , κι’ αυτοί τάμα είχαν κάνει , όπως και πολλοί-πολλοί άλλοι που βλέπαμε γύρω μας , μπήκαμε , καθίσαμε στη θέση μας , στριμωχτά-στριμωχτά , και βγήκαν οι υπόλοιποι γιά να πάρουν αέρα , μέσα το πανδαιμόνιο συνεχιζόταν και μάλλον..χειροτέρευε , γιατί μέσα στην εκκλησία , πιά , επικρατούσε..πανικός , φωνές , κακό , κλάματα , καπνοί , μυρωδιές , μιά απερίγραπτα ..απαράδεκτη κατάσταση……..Κ.-

26-12 Πλεσσια-Πεντάπολη 009

Αμυγδαλιά ..το πανέμορφο πέτρινο  ΤεμπελέΪκο σπίτι , του μπάρμπα Γιάνναρου , καλού φίλου του πατέρα μου , και πατέρα του φίλου και συμμαθητή μου Σταύρου .

26-12 Πλεσσια-Πεντάπολη 012 

Και η πέτρινη βρύση στην είσοδο του χωριού .

 

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι …….

ΟΣΑ..ΘΥΜΑΜΑΙ : ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΝ “ ΚΟΥΤΣΟΥΡΙΩΤΙΣΣΑ “…


Το μοναστήρι της Παναγιάς της Κουτσουριώτισσας , όπως ήταν παλιότερα , δεξιά φαίνονται ολοκάθαρα τα περίφημα ..κελιά ...


Αρχές της δεκαετίας του 50 , ονειρεμένα χρόνια , σκληρά χρόνια..δύσκολη ζωή.

Το Λιδορίκι , λαβωμένο βαριά , μαζεύει τα κομμάτια του , κι΄αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια του , παλεύει για να επιβιώσει .

Τα σημάδια της συμφοράς , είναι ολοφάνερα , κι΄οι πληγές ακόμα αιμορραγούν , οι Λιδορικιώτες όμως , δεν το βάζουν κάτω , προσπαθούν με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτουν , ν΄αναστήσουν το μισοπεθαμένο χωριό τους , και το καταφέρνουν..

Οι πίκρες , τα βάσανα , οι κατατρεγμοί , η φτώχεια και οι θάνατοι , δεν κατάφεραν να τους γονατίσουν , να τους λυγίσουν , στέκονται όρθιοι και παλεύουν , αγωνίζονται με νύχια και με δόντια , για να μη νοιώθουν πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο .

Δειλά-δειλά ,φαίνονται τα πρώτα αχνά χαμόγελα , κι΄η Λιδορικιώτικη καρδιά , αρχίζει να χτυπάει ξανά , η ζωή συνεχίζεται , πολύ – πολύ.. δύσκολα , όμως συνεχίζεται . H δεκαετία της φρίκης ,του μίσους , της πείνας , και του αλληλοσπαραγμού , όσα σημάδια και ν΄άφησε , είναι πιά παρελθόν , ένα κακό όνειρο , ένας φρικτός εφιάλτης , που μέρα τη μέρα ξεθωριάζει , γίνεται μια κακιά..ανάμνηση .

Παραμένουν όμως ακόμα τα φαντάσματα της καταστροφής , σκελετωμένα σπίτια , κι΄ άνθρωποι , ξεκληρισμένες οικογένειες , σφαλισμένα μαγαζιά , καμένα σπίτια , ρημαγμένα νοικοκυριά , μα πάνω απ΄όλα ο πόνος , ο πόνος για τον άδικο χαμό των αγαπημένων προσώπων , κι΄ένα σκληρό , βασανιστικό ΓΙΑΤΙ ; ένα απλό γιατί ; που τριβελίζει το μυαλό και μαραζώνει τις καρδιές .

Στό μισοκατεστραμμένο κοιμητήριο , κάθε σούρουπο , χαροκαμένες μανάδες , γυναίκες ,θυγατέρες , αδερφάδες , γιαγιάδες , νυφάδες ,όλες μαυροντυμένες , σαν χορός αρχαίας τραγωδίας , ανάβουν τα λαδοκάντηλα , λένε τον καυμό τους , ξαλαφρώνουν την ψυχή τους , κι΄άντε πάλι το άλλο βράδυ ξανά , γιατί αν ξεχαστούνε οι νεκροί ,τότε πραγματικά πεθαίνουν,τότε μόνο .

Θεοφοβούμενοι άνθρωποι οι χωριανοί , περισσότερο βέβαια οι γυναίκες , στα χρόνια αυτά της δυστυχίας , είχαν πάντα δίπλα τους την Παναγιά , σ΄αυτή λέγαν τον πόνο τους , ζητώντας βοήθεια , και στη μεγάλη ανάγκη , παρόλη τη φτώχεια , έκαναν και κάνα τάμα , στην Κουτσουριώτισσα πού ‘ταν και θαυματουργή.

Σαν ..στρώσαν λίγο , λοιπόν , τα πράγματα , οι Λιδορικιώτισσες άρχισαν να εκπληρώνουν τα ..τάματά τους , τα τάματα που είχαν κάνει στις δύσκολες ώρες που πέρασαν , όλο αυτό τον καιρό του χαλασμού , ένα πρωί λοιπόν η μάνα μου , μου είπε να πάω στην Τσακαλοχρυσούλα , μοδίστρα φίλη της , που έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι , πάνω απ’ το παλιό Γυμνάσιο , γιατί το καινούργιο δεν είχε χτιστεί ακόμα , να μου πάρει μέτρα γιά να μου φκιάξει μια ποδιά…

Εγώ φυσικά παραξενεύτηκα , γιατί ποδιές φορούσαν μόνο τα κορίτσια , τη ρώτησα σχετικά τι ποδιά θα ήταν αυτή , και τι την ήθελα , και τότε η μάνα μου μου εξήγησε πως με είχε τάξει στην Παναγία στον Κουτσουρό , και έπρεπε να φοράω ποδιά , σαν αυτές που φορούσαν τα κορίτσια στο σχολείο , εγώ όπως ήταν φυσικό , τσίνησα , δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έπρεπε σώνει και καλά , να βάω ποδιά για να πάω στον Κουτσουρό , τέλος πάντων μουρμουρίζοντας , πήγα στη Χρυσούλα και μου πήρε τα μέτρα κι’ αυτό ήταν..το ξέχασα το θέμα .

Ήταν κατακαλόκαιρο , αρχές Αυγούστου , και μιλάμε για ζέστη αφόρητη , και πλησίαζε και η γιορτή της Παναγίας της Κουτσουριώτισσας , που ήταν στις 23 Αυγούστου . Ένα απόγευμα η Χρυσούλα έφερε στο σπίτι την ποδίτσα , και μου ευχήθηκε και..βοήθειά μου , εμένα βέβαια η όλη ιστορία δεν μου καλοφαινότανε , ντρεπόμουνα που θα φορούσα ..κοριτσίστικη ποδιά , μπλε , όπως οι συμμαθήτριές μου , αλλά και τι μπορούσα να κάνω ; Η μάνα μου δε σήκωνε κουβέντα , εγώ το μόνο που ευχόμουνα ήταν να μην έρθει..ποτέ η 23η Αυγούστου , αλλά γινόταν αυτό ; φυσικά και όχι…

Η μάνα μου η καυμένη , με ‘βαλε και τη δοκίμασα , να δει πως είναι πάνω μου , και γω..έσκαγα απ’ τη ντροπή μου , απ’ το κακό μου . Κάποτε όμως έφτασε και η προπαραμονή της Παναγίας , και η μάνα μου μου ανακοίνωσε πως την άλλη μέρα θα πηγαίναμε στον Κουτσουρό , εγώ έπεσα στα μαύρα πανιά , δεν μπορούσα να το ..χωνέψω , αλλά ούτε και μπορούσα να κάνω κάτι , ν’ αλλάξω την κατάσταση , κι’ έτσι αφέθηκα στη..μοίρα μου ..

Η αλήθεια πάντως ήταν πως ήθελα να πάω στον Κουτσουρό , γιατί άκουγα πολλούς που κανόνιζαν να πάνε , και κανόνιζαν περέες , αλλά δεν ήθελα να με δούνε με την ποδίτσα , σαν ..παπαδάκι , σαν κοριτσάκι , αλλά τώρα πιά δεν γινόταν τίποτα , την παραμονή λοιπόν το πρωί ξεκινήσαμε , μαζί με άλλους παρέα , κυρίως γυναίκες και παιδιά , που κουβαλούσαν λαμπάδες και διάφορα άλλα τάματα , πήραμε και το μουλάρι της θειάς μου της Φαλίδαινας και καβάλα η μάνα μου και γω , και πήραμε το δρόμο για την Πλέσσια ..

Ζέστη πολλή , ο δρόμος μπόλικος , κι’ αν θυμάμαι καλά , πηγαίναμε απ’ την ποταμιά , στη Μπελεσίτσα , κάνοντας που και που και από μια στάση , στα πλατάνια , πίναμε και νερό σε κάνα άμπλα , γιατί η ζέστη ήταν αφόρητη , στο δρόμο βέβαια συναντούσαμε κι’ άλλους προσκυνητές και σιγά-σιγά γίναμια ένα μικρό καραβάνι .

Μαζί μας ήταν και κάποιες γυναίκες που είχαν ξαναπάει στον Κουτσουρό και μας έλεγαν πολλά και διάφορα , για τα κελιά , που τα πιάνουν οι..Γαλαξειδιώτισσες , από νωρίς , και πως πρέπει να πάμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα για να πιάσουμε καμιά..πουρνάρα , κοντά στην εκκλησία , για να ..στρατοπεδεύσουμε , γιατί έρχεται κόσμος απ’ όλα τα χωριά και γίνεται ..χαμός ..

Ξέχασα όμως να σας πω πως εγώ ήμουνα ντυμένος με την ποδιά , μεγάλο βάσανο , έννοιωθα πως όλοι κόιταζαν εμένα , και κρυφογελάγανε , παρακαλούσα να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται , να τελειώνει αυτή η ιστορία , που μου ‘χε γίνει ..βραχνάς , ..βάσανο μεγάλο ..

Περάσαμε την Πλέσσια , και ανηφορίζοντας ένα μονοπάτι , ανεβήκαμε σε ένα μικρό οροπέδιο , μια μεγάλη λάκα , κατάξερη , μόνο κάπου κάπου είχε καμιά αγκορτσιά , και τίποτα άλλο , και η ζέστη..αφόρητη , ευτυχώς που είχαμε νεράκι και δροσιζόμαστε , βέβαια είχαμε και κάποια φαγητά , για να περάσουμε αυτή τη μια μέρα που θα μέναμε εκεί .

Πλησιάζοντας είδαμε από μακριά , ψηλά στην κορφή την εκκλησία , και μια ουρά από κόσμο και ζώα να ανεβαίνει προς τα πάνω , ενώ όσο πλησιάζαμε βλέπαμε τις αγκορτσιές σχεδόν όλες ..καπαρωμένες , πιασμένες , πραγμα που μας ανησύχησε βέβαια , αλλά και τι μπορούσαμε να κάνουμε ;

Κάποτε φτάσαμε και μεις , εκεί επικρατούσε κατάσταση..πανικού , κάτω ακριβώς απ’ την εκκλησία , και ολόγυρα , επικρατούσε το αδιαχώρητο , μουλάρια , γαιδούρια , δεμένα στα γύρω δέντρα , κοφίνια και ..μαρούδες κρεμασμένα στα κλαριά των αγκορτσιών και κόσμος..πολύς κόσμος να πηγαινοέρχεται , ενώ και κάμποσα παιδιά έπαιζαν του καλού καιρού , ενώ οι μανάδες τους διαρκώς τα φώναζαν..

Δυό πράγματα έπρεπε να εξασφαλίσουμε ..επιγόντως , πρώτα-πρώτα ..στέγη , η μάλλον..αγκορτσιά για μας και δεύτερον , πάρκινγκ για τα ..γαιδουρομούλαρά μας , βέβαια ήταν ολοφάνερο πως οι..προνομιούχες ..αγκορτσιές ήταν όλες κατειλημμένες , καθώς και οι..χώροι στάθμευσης κοντά στην εκκλησία , αλλά τι να κάνουμε ; ..βολευτήκαμε σε..δευτερότερες , λίγο παρακάτω απ’ την εκκλησία και μάλιστα απ’ την πίσω μεριά που ήταν και ..μικρογκρεμός , και το έδαφος επικλινές , θα θέλαμε κάτι καλύτερο αλλά….

Βολευτήκαμε όπως…όπως , βολέψαμε και τα ζωντανά , ηρεμήσαμε λιγάκι , και μετά αρχίσαμε , λίγοι-λίγοι , γιατί κάποιοι έπρεπε να φυλάνε τα ..υπάρχοντά μας , να κάνουμε..εξερεύνηση του …χώρου , κάποιοι βέβαια , ήξεραν τα κατατόπια , αλλά εμείς ήμασταν ..πρωτόπειροι , ανεβήκαμε και πάνω στην εκκλησία , όπου το προαύλιο ήταν ..πηγμένο στον κόσμο , εκεί στο πλαί είδαμε και τα ..περίφημα κελιά , λίγα μικρά δωματιάκια , χωρίς τίποτα μέσα , αδειανά , τα οποία όπως μάθαμε , ήταν.. κατελημμένα απ’ τις…Γαλαξειδιώτισσες , που έρχοντα μια δυό μέρες νωρίτερα , γι’ αυτό το λόγο , και απ’ότι έλεγε το..ράδιο..αρβύλα , κουβαλούσαν και ..βαλίτσες με φορέματα μαζί τους , λες και πήγαιναν σε…διασκέδαση ..

Τέλος πάντων , ανεβήκαμε τα σκαλάκια , στο τσιμεντοστρωμένο προαύλιο , και μπήκαμε στην εκκλησία κι’ ανάψαμε ένα κεράκι , με μεγάλη δυσκολία γιατί και η εκκλησία μέσα , ήταν γεμάτη κόσμο , αλλά και ..συμπράγκαλα , μαρούδες κλπ , που σήμαινε πως οι άνθρωποι αυτοί θα κοιμόντουσαν εκεί το βράδυ , ενώ θα πρέπει να λάβετε υπόψη πως και όλοι οι προσκυνητές , θα ξενυχτούσαν μέσα στην εκκλησία , αφού μάλιστα , οι περισσότεροι είχαν μαζί τους άρρωστους μεγάλους , αλλά και παιδάκια , που θα ξενυχτούσαν στην ολονυχτία , προσευχόμενοι και περιμένοντας το..θαύμα , γιατί , απ’ ότι μαε έλεγαν η Παναγιά η Κουτσουριώτισσα , είναι θαυματουργή και έχει κάνει πολλά θαύματα , κάποια μάλιστα μας τα είπαν , ενώ σταυροκοπιούνταν , κάνοντας μετάνοιες , γοντατίζοντας στις εικόνες..

H Aμυγδαλιά , ένα πανέμορφο κεφαλοχώρι της Δωρίδας , κοντά στο Λιδορίκι .


Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ….

23.2.09

O XAΡΟΣ ΒΓΗΚΕ..ΠΑΓΑΝΙΑ , ΣΤΙΣ ΠΛΑΓΙΕΣ ΤΗΣ ΓΚΙΩΝΑΣ …ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΩΣ !!

              Λ Ι Δ Ο Ρ Ι Κ Ι Ω Τ Ι Κ Ε Σ     Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Ε Σ ..

   Μιά ιστορία απόλυτα αληθινή , αυθεντικά μεταφερμένη σ' εμάς απ' τις γενιές που πέρασαν και έφυγαν αφήνοντάς μας αυτό το θησαυρό που σήμερα απολαμβάνουμε .

   Πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα , δύσκολα ίσως χρόνια γιά όσους έζησαν τότε , γιά μας όμως ονειρεμένα , αφού τα βλέπουμε όπως τις παλιές , πανέμορφες ασπρόμαυρες φωτογραφίες , με τις σπάνιες κορνίζες , που στολίζουν τα πατρικά μας σπίτια , κλείστε λοιπόν τα μάτια κι' ονειρευτείτε , αν υπάρχει κι' ένα ποτηράκι...κόκκινο κρασί ακόμα καλύτερα , τα όνειρά σας θάχουν περισσότερο....χρώμα ...

   Την εποχή εκείνη λοιπόν ένας Λιδορικιώτης μεγαλονοικοκύρης , ο Μπαζές , είχε φέρει στο χωριό μας , στη δούλεψή του , ένα μαύρο , κατάμαυρο , κατράμι , που ήταν γενικών καθηκόντων , σκούπα δηλαδή , ο άνθρωπος γιά όλες τις δουλειές .

   Ο μαύρος λοιπόν , πήγαινε φαί στους εργάτες , στα πρόβατα , στα χωράφια αλλά κυρίως πήγαινε τα άλογα πέρα στο Λευκαδιώτικο , πάνω απ' την Παπαντή , στα γουρνόπρασα όπως λένε το μέρος , τα βόλευε , τα άφηνε και γύρναγε στο χωριό γιά άλλες δουλειές , μιά μέρα όμως έχασε το δρόμο , στριφογύρναγε , μα αντί να ' ρθεί προς Λιδορίκι ξεμάκραινε .

   Στα γύρω βέβαια χωριά δεν είχε ακόμα μαθευτεί η ύπαρξη μαύρου στο Λιδορίκι , και είναι αμφίβολο αν γνώριζαν οι πατριώτες μας ότι υπάρχουν και ...μαύροι άνθρωποι , από που να το μάθουν άλλωστε..

   Την ίδια περίπου ώρα όμως , που ο έρμος ο μαύρος βολόδερνε προσπαθώντας να βρει το δρόμο γιά το Λιδορίκι , δυό Λευκαδιώτες τσοπάνηδες ο Τσιόλας , Μήτσος Ζαχαρής κατά κόσμον , κι' άλλος ένας γύρναγαν στο χωριό απ' τα πράματα , περπάτησαν παρέα μέχρι που χώρισαν οι δρόμοι τους κι' ο καθένας τράβηξε το δικό του .

   Ο Τσιόλας λοιπόν , καθώς περπάταγε αμέριμνος είδε από μακρυά νάρχεται καταπάνω του καταιδρωμένος , χειρονομώντας και φωνάζοντας ο ...χάρος αυτοπροσώπως , κατάμαυρος σωστό δαιμονικό , τάχασε , κοπήκαν τα γόνατά του , τον έπιασε τρεμούλα , λαβάτωσε ο άνθρωπος , είδε το χάρο με τα… μάτια του που λένε .

   Τι να κάνει ο έρμος ; κατατρομαγμένος τόβαλε στα ποδάρια για το χωριό , ενώ πίσω του ο φουκαράς ο μαύρος προσπαθούσε απεγνωσμένα , με χειρονομίες και φωνές , με τα λίγα Ελληνικά που ήξερε , να δώσει στον Τσιόλα να καταλάβει πως έχει χαθεί και ζητάει βοήθεια .

   Ο Τσιόλας απ' την πλευρά του πιστεύοντας πως τον κυνηγάει ο...μαυροχάρος να τον πάρει , κάπου βρήκε μονοπάτι , έκοψε δρόμο , γιά να γλυτώσει απ' το..χάρο , κι' απάνω στην απόγνωσή του βλέπει από μακρυά το φίλο του που πριν από λίγο ήταν παρέα , πήρε ανάσα , ξεθάρρεψε λίγο και άρχισε τις φωνές , σώσε με αδερφέ , σώσε με , με φέρνει ο χάρος κατά πόδας , τουν είδα ου ίδιους...αυτουπρουσώπους , σώσι μι ….

   Πάγωσε ο καυμένος ο τσοπάνης βλέποντας το φίλο του σ' αυτά τα χάλια , κατακόκκινο , ιδρωμένο , σε έξαλλη κατάσταση , τι είναι ρε Μήτσο τι ναι αυτά που λες , τι συμβαίνει , τι έπαθες ; τον ρωτάει , ο Τσιόλας όμως τα ίδια , σώσε με φίλε σώσε με , μέχει πάρει ο χάρος κατά πόδας , βόηθα με , χάνομαι...

   Μέχρι να καταλάβει ο τσοπάνης τι γίνεται , φάνηκε κι' ο μαύρος ο ταλαίπωρος φωνάζοντας κι' αυτός τα δικά του , και ποιός να τον καταλάβει , έφτασε λοιπόν ο Τσιόλας κοντά στο φίλο του , αναθάρρεψε , κρύφτηκε πίσω του κι'άρχισε , λαχανιασμένος όπως ήταν και με την ψυχή στα δόντια , να λέει τι τον βρήκε , πλησίασε εν τω μεταξύ κι' ο τρυγόνης ο μαύρος , σε ...μαύρα χάλια κι' αυτός , και προσπαθούσε να τους δώσει να καταλάβουν , εύκολο ήταν ; πως θέλει βοήθεια γιά να γυρίσει στο Λιδορίκι και πως έχει χαθεί , απ' την άλλη ο Τσιόλας κρυμένος πίσω απ' το φίλο του , τρέμοντας , σπαρταρώντας κυριολεκτικά , ρώταγε το μαύρο :τι είσαι συ ωρέ ; τι μείγμα άνθρωπος είσαι ; τι θες από μένα ;γιατί με κυνηγάς , τι θες ; δεν είσαι ο μαυροχάρος ; τι είσαι ; τι θες ;

   Λέγοντας ο ένας , λέγοντας ο άλλος η κατάσταση άρχισε να...μαλακώνει , να εκτονώνεται , χάρος και Τσιόλας άρχισαν να καλμάρουν , σ' αυτό βοήθησε κι' η αναφορά του μαύρου στ' αφεντικό του , Μπαζε , Μπαζέ , Λιδορίκι και επί τέλους ηρεμώντας είδαν πιό ψύχραιμα τα πράγματα , κι' ο μαυροχάρος αποδείχθηκε πως δεν ήταν παρά ένας ταλαίπωρος εργάτης πούχε χαθεί και ζητούσε μοναχά βοήθεια κι' όχι την...ψυχή του .

   Αφού τα είπαν και δόθηκαν οι...αμοιβαίες εξηγήσεις , έγιναν και φίλοι Λευκαδιώτες και ..μαυροχάρος , το περιστατικό όμως έμεινε στην Λοιδορικιώτικη ίστορία κι' έφτασε , με τις σχετικές φυσικά ..τροποποιήσεις και ..βελτιώσεις , μέχρι σήμερα και την απολαμβάνουμε κι' εμείς.... ……Κ.-

ΜΠΡΕΚΦΑΣΤ ΣΤΗΝ ..ΜΠΕΛΕΣΙΤΣΑ..

ΛΙΔΟΡΙΚΙΩΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Ανάληψη 1955-Μπαχατούρ

Ο μπάρμπα Χαράλαμπος , στο μέσον της φωτογραφίας με το μουστάκι πίσω απ’ το αρνί , με τους καλεσμένους του , στη στρούγκα του στη Μπαχατούρ , της Αναλήψεως στα 1955 , από αριστερά ο Βασ.Καραμήτσος , ο Γιώργος Καψάλης , Μήτσος Καφέτσης , Μήτσος Βούλγαρης κ.α .

Κατακαλόκαιρο , έσκαγε ο τζίτζικας , ο τόπος ολόγυρα ..ψηνόταν , νοσταλγική δεκαετία του ..΄50 , το Λιδορίκι μισο..ζωντανεμένο , μετά τα τόσα βάσανα και τις ταλαιπώριες , αρχίζει ν΄ανασαίνει , να παίρνει τα ..πάνω του ..

Αγκομαχώντας , με κόπο και δυσκολίες αμέτρητες , οι Λιδορικιώτες προσπαθούν , με ,,νύχια και με ..δόντια , να βάλουν μπροστά τη…μηχανή , να ξαναχτυπήσει η ..καρδιά του χωριού μας , ν’ ανασάνει κι’ ο κόσμος , που με την ψυχή του ..μαυρισμένη , απ’ τα ..μύρια όσα που πέρασε , προσπαθεί να ξεχάσει , όπως…όπως..

Ολόγυρα , στο χωριό , τα ..κουφάρια των καμένων σπιτιών θυμίζουν ακόμα το ..χαλασμό , μα όσο κι’ αν θες να ..ξεχάσεις , στο θυμίζουν αυτά , ερείπια , χαλάσματα , και τα περισσότερα σπίτια ..ψευτομπαλωμένα , όπως ..όπως , έτσι για να βάλουν μέσα το κεφάλι τους οι χωριανοί..εικόνες ..τραγικές..

Αυτή βέβαια , ήταν η..πραγματική ..πραγματικότητα , η πραγματικότητα των..μεγάλων , των γονιών μας , για μας τα παιδιά , υπήρχε και η ..άλλη , η εικονική , της παιδικής..αθωότητας , ανεμελιά , ξυπολυταριό , ελαφριά..ενδυμασία , το κλασικό , για την εποχή , ..μπλε..σωβρακάκι , με..λαστιχάκι παρακαλώ , και το γνωστό μας αθλητικό φανελάκι και ..σουλάτσο , παιχνίδι , μπάλα με το..μεροκάματο στις Λάκκες μέχρι..βαθείας ..νυκτός , η μάλλον μέχρι να ‘ρθουν οι μανάδες μας με τις ..βέργες να διακόψουν τον αγώνα ..βιαίως , φυσικά …

Βέβαια , προσωπικά είχα αναλάβει καθήκοντα..Διευθυντού-νεροκουβαλητού , στο μαγαζί μας , αλλά και όλα τα παιδιά της ηλικίας μου , όλο και κάτι είχαν να κάνουν , κάποια δουλειά , πήγαινα για νερό , μεγάλο πρόβλημα στη δεκαετία του ’50 , πήγαιναν φαί και νερό στους γονιούς τους , στα χωράφια η στα γιδοπρόβατα , αλλά πάντα περίσσευε χρόνος και για τα..παιδικά μας παιχνίδια , που φυσικά δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με τα σημερινά…

Τότε δίναν και..παίρναν , οι ..μπίλιες (..γκαζές η βόλους , τις λέγαν οι..πρωτευουσιάνοι ) γιάλινες , αλλά και σιδερένιες , από..ρουλεμάν , που ήταν και πιο σπάνιες , ελλέιψει..αυτοκινήτων βλεπεις , αλλά οι πιο..γνωστές και διαδεδομένες , ήταν φυσικά οι .. ιδιοκατασκευαζόμενες , οι χειροποίητες , χαντ..μέιντ που λέμε και στα..Ελληνικά ..

Αυτές τις φκιάχναμε μόνοι μας από..γλίνα , τώρα θα με ρωτήσετε τι είναι η γλίνα ; και με το δίκιο σας , η γλίνα λοιπόν είναι μια περίεργη φαιοπράσινη πυκνή λασπώδης μάζα μάλλον αργιλώδης , μια λάσπη πυκνή δηλαδή , που συνήθως υπήρχε σε υγρά σημεία , κοντά σε βρύσες , αυτή λοιπόν την βγάζαμε και την κάναμε βόλους , τις αφήναμε στον ήλιο να στεγνώσουν και είχαμε μπίλιες , πρώτης τάξεως , γιατί κακά τα ψέματα , τα λεφτά την εποχή εκείνη δεν ..έτρεχαν κι’ απ’ τα..μπατζάκια μας , γι’ αυτό τις γιάλινες , τις..γιαλένιες όπως τις λέγαμε , τις είχαμε σαν κάτι..ξεχωριστό , όπως είχαμε τα καλά μας..παπούτσια , σάμπως είχαμε..και δεύτερα , και ο αριθμός των..γιαλένιων αποτελούσε ακαταμάχητο..τεκμήριο της οικονομικής κατάστασης του καθενός μας..υπήρχαν από τότε ..τεκμήρια βλέπετε…

Το ..θησαυρό μας , αυτό , τον είχαμε σε σακουλάκια , χώρια οι γιαλένιες , χώρια οι..γλινένιες , και το άθροισμά τους , ο συνολικός δηλαδή αριθμός της μπιλιο..περιουσίας μας , μας έδινε και την ανάλογη ..θέση στην ιεραρχική.. κατάταξη της γειτονιάς μας αλλά και του χωριού , ως προς την ποσότητα βέβαια , γιατί η..ποιοτική κατάταξη των ..παιχτών , είχε φυσικά άλλα κριτήρια , με πρώτο και καλύτερο τη…δεξιοτεχνία ..

Η δεξιοτεχνία ήταν αποτέλεσμα πολλών..παραγόντων , πρώτα – πρώτα το..ταλέντο , το σταθερό χέρι , οι καλές μπίλιες , η αυτοσυγκέντρωση αλλά κυρίως η εξάσκηση ,κάτι που το ‘βλεπες αμέσως κοιτάζοντας τα χέρια μας , απ’ τους καλύτερους ..μπιλιαδόρους της εποχής μας , ήταν ο Νίκος ο Λατσούδης , συνομήλικος και συμμαθητής μας , το χέρι του οποίου οι ράχες του μέσου και του παράμεσου , στο δεξί του χέρι , είχαν , κα θα ‘χουν ακόμα πιστεύω , …κάλους , απ’ το ακούμπημα χάμω , γιατί το χέρι ακουμπούσε , όταν..σημάδευες..

Όπως είπαμε λοιπόν τις χωματένες μπίλιες , τους ..βόλους , τους φκιάχναμε μόνοι μας , υπήρχαν βέβαια και στο..εμπόριο , αλλά προτιμούσαμε τις..χειροποίητες , ελλέιψει και…χρημάτων , την πρώτη και..μοναδική ύλη , για την κατασκευή τους την παίρναμε από συγκεκριμένα για κάθε .. γειτονιά ..Γλινωρυχεία , εμείς π.χ , που μέναμε στο κέντρο του χωριού , είχαμε τη βρυσούλα , στο Σκατόρεμα , τη Βουλωμένη , όπως τη λένε τώρα , και φυσικά την άλλη βρύση που είναι παρακάτω , στον Κούστη .

Μη φαντασθείτε βέβαια , πως τα ..γλινοαποθέματα ήταν..ατέλειωτα , όχι , αντίθετα , ήταν περιορισμένα και γι΄αυτό ..περιφρουρούσαμε τις..γλινο..πηγές μας , απ’ τις..επιθέσεις παιδιών από άλλες γειτονιές , όταν λοιπόν τέλειωνε το απόθεμα στη βρυσούλα , πηγαίναμε παρακάτω στον Κούστη και λύναμε το πρόβλημά μας .

Έτσι λοιπόν , αυτό το καυτερό Αυγουστιάτικο πρωινό , βρέθηκα να πηγαίνω για γλίνα , τώρα θα μου πείτε , διάλεξα τη μέρά ; ..ε τι να γίνει , είχα ξεμείνει από μπίλιες και έπρεπε να αναπληρώσω τις απώλειες , γιατί όπως θα ξέρετε , αν παίξατε ποτέ μπίλιες , στο παιχνίδι , ο νικητής , αυτός δηλαδή που σημαδεύει καλύτερα , παίρνει τη μπίλια του άλλου , κατέβηκα λοιπόν , μετά από μεγάλη ..γκρίνια της σχωρεμένης της μάνας μου , που με χρειαζότανε στο μαγαζί , στη βρυσούλα , κάτω στο Σκατόρεμα , να βγάλω γλίνα , αλλά δυστυχώς γλίνα…γιόκ..

Τι να κάνω λοιπόν , δεν είχα και άλλη επιλογή , ξεκίνησα για τον Κούστη , πήρα το μονοπατάκι πλάι στο σκατόρεμα , αριστερά , που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει..εξαφανισθεί , και τράβηξα προς τα κάτω , χαζοτραγουδώντας , ένεκα ο..φόβος , εκεί στον Κούστη δεξιά απ’ τη βρυσούλα , είχε περιβόλι η κουμπάρα μας η Θωμοκώσταινα , Κωσταντίνα Δούκα κατά κόσμον , με όλα τα ζαρζαβατικά της εποχής αλλά κυρίως με κάτι συκιές , άλλο πράγμα , όλοι είχαν να το λένε …και εγώ φυσικά είχα το..ελεύθερο στα σύκα , κουμπαριάς ..ένεκεν…

Στάθηκα όμως ..άτυχος , κάποιος άλλος με πρόλαβε , δεν υπήρχε κανένα γινομένο , όσα υπήρχαν ήταν..μπόσικα και φυσικά δεν τρώγονταν , όπως ήταν φυσικό .. απογοητεύτηκα , αλλά δεν το ‘βαλα και κάτω , παρακάτω , αρκετά παρακάτω , στον Καλανάκη , είχε περιβόλι , παραδεισένιο πραγματικά , η θειά μου η Λένη η Ζέκαινα , αδερφή του πατέρα μου κι΄αγαπημένη μου θειά , ε..δεν το πολυσκέφτηκα , αφού μου ‘χε καρφωθεί να φάω , καλά και ντε ..σύκα , πήρα την απόφαση , παρότι..ψευτοφοβόμουνα , να τραβήξω για ..Καλανάκη , κανονικά νομίζω πως δεν είναι ο Καλανάκης , αλλά , το Καλανάκι , αυτό όμως είναι γιά..άλλη συζήτηση , αμ..έπος , αμ..έργο λοιπόν , έκανα τον έλεγχό μου στα ..γλινοαποθέματα , διαπίστωσα πως υπάρχει ..μπόλικο πράμα , και τράβηξα για τον Καλανάκη , μετά..φόβου.. βέβαια , κυρίως για τα ..αδέσποτα τσοπανόσκυλα , που υπήρχαν μπόλικα εκεί γύρω …

Κατέβαινα λοιπόν , γρήγορα –γρήγορα , σφιγμένος , στην τσίτα , λόγω του φόβου , και είχα αρχίσει το..χαζοτράγουδο , έτσι για αυτο..παρηγοριά , έφτασα στα αμπέλια του χωριού , και τράβηξα αριστερά , προς Λεύκα , μπαίνοντας , συγά-σιγά , στην ποταμιά της Μπελεσίτσας , που δεν είχε σχεδόν καθόλου νερό , μόνο κάπου δω κει , είχαν ξεμείνει κάποιες γουρνούλες , με ελάχιστο νερό και πολλά..πολλά μπακακάκια , που πηδάγαν ξαφνιασμένα όταν πλησίαζα , εγώ φυσικά το…βιολί μου , η μάλλον το..τραγούδι μου , κόντευα να εξαντλήσω το..ρεπερτόριό μου , αλλά τι να γίνει ; ανάγκα…βλέπεις..ύστερα και οι..επαναλήψεις δεν απογορεύονται…

Είχα προχωρήσει αρκετά , περπατούσα πλέον μέσα στον πλατανιά , ακούγοντας διάφορους ..περίεργους θορύβους , ενώ που και που , τα ξαφνικά ..κρωξίματα των πουλιών με..αλαφιάζανε , πολλές μάλιστα φορές είπα να ..γυρίσω , όταν μάλιστα , άκουγα γαυγίσματα σκυλιών , αλλά βλέπεις τα..σύκα ..περιμένανε , ούτε και θυμάμαι πόσα τραγούδια είχα πει , τι Γούναρη , τι Μαρούδα , κι’ αφού εξάντλησα το..ελαφρό μου..ρεπερτόριο , ..πέρασα και στο..λαικό , να..Καζαντζίδηδες , να..Γαβαλάδες και Αγγελοπουλέοι , μιλάμε για…σπέσιαλ..ρεσιτάλ…

Κρατώντας πάντα κι’ ένα ξύλο , διά ..πάσα ..ενδεχόμενον , λες και θα με ‘σωνε , κατσ΄λαφτιασμένος διαρκώς , στην τσίτα που λέμε , προχωρούσα , δήθεν..ψύχραιμος και..αδιάφορος , οπότε άρχισα ν’ ακούω κουδούνια και κύπρια ,κάπου κοντά μου , ξεθαρρεψα λίγο και συνέχισα το δρόμο μου τραγουδώντας , πάντα , και κει που περπάταγα αμέριμνος , ακούω μια γνώριμη φωνή : ε…Κωσταντή , για πού το ‘βαλες ; Ξαφνιάστηκα , αλλά και ανακουφίστηκα όταν είδα ποιος μου μίλησε , ήταν ο μπάρμπα Χαράλαμπος Μαργέλλος , ο Αρπαλοχαραλάμπης , όπως τον ξέραμε όλοι , τσοπάνης , απ’ τους πιο συμπαθείς σε μένα , ηρέμησα..κάλμαρα , καταχάρηκα , καλύτερη τύχη απ’ αυτή δεν θα μπορούσα να έχω…

Τον καλημέρισα με πραγματική χαρά κι’ ανακούφιση , και του εξήγησα πως πήγαινα στον Καλανάκη στη θειά μου τη Λένη , και τότε ο μπάρμπα Χαράλαμπος , μου ‘κανε την περίφημη πρόσκληση σε..μπρέκφαστ , μάλιστα , μπρέκφαστ , στην Μπελεσίτσα , κάτω απ’τα πλατάνια , και υπό τους ήχους κουδουνιών , βελασμάτων , και κελαηδημάτων πουλιών , παραδεισένιο περιβάλλον , και προπαντός…ασφαλές , μη το ξεχνάμε αυτό…

Τυχερός είσαι , μου ‘πε , βράζω γάλα , θα φάμε βραστογαλιά , και θα κάνουμε και παπάρα , έλα κάτσε , πράγματι έκατσα , σ’ ένα πλατάνι , που προφανώς έπαιζε το ..ρόλο του..πρόχειρου σαλονιού , η κάτι τέτοιο , από κοτρώνες , δόξα τω Θεώ , όσες ήθελα , διάλεξα την πιο βολική , περιεργάστηκα τα ..συμπράγκαλα που ήταν κρεμασμένα στον πλάτανο , μαρούδες , καρδαμπίκια ( τσοπάνικα κατσαρολικά ) , μια κάπα , και ένα σωρό άλλα ..κουτσοματζούκια , χρήσιμα όμως κι’ απαραίτητα στην τσοπάνικη ζωή ..

Μέχρι να καλοσώσω την..εξερεύνηση , ήρθε κι’ ο μπάρμπα Χαράλαμπος , απ’ την..κουζίνα , το διπλανό..πλάτανο , όπου είχε ανάψει φωτιά κι’ έβραζε το γάλα , πάρε νιά πέτρα , μου λέει και βάλτην για..τραπεζάκι , έτσι κι’ έγινε , και τότε μου ‘δωσε , ένα ..περίεργο πιάτο , κάτι σαν πορσελανη ..λιμόζ , αλλά ..ξύλινο , που ‘μοιαζε με το μισό κομμάτι ενός ολοστρόγγυλου πράγματος , τ’ ακούμπησα προσεκτικά στο..τραπέζι , και περίμενα και τα ..υπόλοιπα , κουτάλι , ψωμί κι’ αλάτι , έτσι το τρωγαμε το τσοπάνικο το γάλα , πάντα .

Και ήρθε και η δεύτερη ..έκπληξη , ο μπαρμπα Χαράλαμπος , μου ‘φερε ένα περίεργο , ..εντελώς περίεργο , σκουρόχρωμο κουτάλι , που τέτοιο δεν είχα ξαναδεί , δεν ήταν από μέταλλο , αλλά και με την πρώτη ματιά δεν μπόρεσα να..καλο..καταλάβω από τι ήταν φκιαγμένο , πήρα κι’ ένα κομμάτι ζυμωτό ψωμί , νιά..’γκωνή , και φυσικά και αλατάκι , απολύτως απαραίτητο για την παπαροβραστο..γαλιά ..

Κάτσαμε , αναπαυτικά..αναπαυτικά , στις,,πέτρινες..πολυθρόνες μας , ρίξαμε το αλατάκι μας , κι’ αφού δοκιμάσαμε και βρήκαμε το γάλα..αρκούντως ..αρμυρούλη , κάναμε και την..τριψιάνα μας , ψιλοτρίβοντας το ψωμί μέσα , τότε ο μπάρμπα Χαράλαμπος , θεοσεβούμενος όπως ήταν , έκανε το σταυρό του , κι’ εγώ φυσικά μαζί του , ψιθύρισε και δυό λόγια προσευχής , κι’ έδωσε το..σύνθημα της ..έναρξης , «…άϊντε Κωσταντή ..τρώγε…»

Το ζυμωτό ψωμί είχε..παπαρώσει , μέσα στο ολόπαχο πρόβειο , φρέσκο-φρέσκο , γάλα , και με τη λιγοστή αρμυράδα του ήταν …άϊντε..ντε , θεσπέσιο , κάθε κουταλιά και ..απόλαυση , τότε κατάλαβα πως το κουτάλι που ‘τρωγα , ήταν από σκαλισμένο ..κέρατο , κάτι πρωτόγνωρο για μένα , έτρωγα..ασταμάτητα , σαν ..λιμασμένος , όχι μόνο για τη νοστιμιά του , ήταν βέβαια κι’ αυτή , αλλά τι να σας πω , η όλη διαδικασία , η στοργή του αξέχαστου μπάρμπα Χαράλαμπου , η ολοφάνερη και αληθινή του αγάπη , η χαρά του που μου πρόσφερε αυτό που έιχε και μπορούσε , αλλά και το γύρω περιβάλλον , η όλη ατμόσφαιρα , κάτω απ’ τα πλατάνια , καταμεσίς της ρεματιάς , ν’ακούγονται τα κελαηδήματα των πουλιών , τα βελάσματα των προβατιών , αμ’ και κείνοι οι ήχοι των κουδουνιών , θεία..μελωδία , πραγματικά , ποιμενική ραψωδία , που μετά από 55 και πλέον , χρόνια , γιατί όλα αυτά συνέβησαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 , παραμένει έντονα χαραγμένη στο παιδικό , τότε , μυαλό μου , σαν μια πολύ-πολύ γλυκειά ανάμνηση , αναλλοίωτη , έντονη , ολοκάθαρη…που μακάρι να μπορούσα να ξαναζήσω ..μα ο αγαπημένος μου μπάρμπα Χαράλαμπος , έχει από χρόνια φύγει , κι’ ύστερα δεν υπάρχει πιά και …Μπελεσίτσα και.. πλατανιάς , είναι βλέπεις στον πάτο της..λίμνης , και χρειάζεται…κατάδυση…

Τελειώνοντας την αφήγηση , αυτής της πανέμορφης και πολύ-πολύ νοσταλγικής , για μένα , ανάμνησης , θα ‘θελα να σας περιγράψω λίγο τον αξέχαστο μπάρμπα Χαράλαμπο , όπως τον είχα καταγράψει στον ..προσωπικό ..σκληρό δίσκο μου , και με δεδομένη βέβαια την μεγάλη συμπάθεια που έτρεφα για τον μπάρμπα χαράλαμπο .

Μετρίου αναστήματος , με..ροπή προς το..κοντό , με μαύρα πυκνά μαλλιά , πάντα περιποιημένα και καλοχτενισμένα , χωρίστρα , και πάντα χαμηλά , στο πλάι , έντονα χαρακτηριστικά , πυκνά φρύδια , και φυσικά μουστάκι , άψογα..περιποιημένο ..και γαλανά , αν δεν κάνω λάθος , μάτια , μεγαλοφαμελίτης , πολλά παιδιά και..κορίτσια , κι’ όλα τα ταχτοποίησε κατά τον καλύτερο τρόπο , τα ..παιδιά , όλα , τα σπούδασε , και τα κορίτσια τα καλοπάντρεψε , καλοσυνάτος , αθόρυβος , σεμνός , νοικοκύρης και φυσικά άριστος οικογενειάρχης , ένας ..υποδειγματικός ..Λιδορικιώτης από κάθε άποψη , κατά την ταπεινή γνώμη μου..α..και κάτι που παραλίγο να ξεχάσω , και έχει βέβαια τη..σημασία του , όσο κι’ αν ..έψαξα στο μυαλό μου , με τη μέθοδο , της ..ανάκλησης της μνήμης , δεν μπόρεσα να βρώ έστω και μια φορά , που να τον είδα..απεριποίητο …

Πιστεύω πως ο μπάρμπα Χαράλαμπος μας λείπει , λείπει απ’ το χωριό μας , όχι γιατί ήταν άνθρωπος της αγοράς κλπ , όχι αλλά για τα πολλά άλλα του χαρίσματα..

Προσωπικά πάντως , τον θυμάμαι τον αξέχαστο μπάρμπα Χαράλαμπο με πολλή ..αγάπη , όπως άλλωστε και όλοι , πιετεύω οι Λιδορικιώτες , να ‘σαι αναπαυμένος μπάρμπα , πάντα σε θυμόμαστε…….Κ.-

Aθήνα 22-2-2009

10.2.09

ΓΟΥΡΜΠΟΥΛ’ ΝΑ ΓΙΝ’ ΤΟΥ…ΧΕΡ’ Τ’..

H μάνα μου , με τη θειά Βιολέτα σε ένα όμορφο στιγμιότυπο της καθημερινότητάς μας...

Χαζεύοντας άπόψε τις παλιές οικογενειακές μας φωτογραφίες αδέρφια , στάθηκα σ’ αυτή , θυμήθηκα τη μάνα μου φυσικά , αλλά και την αγαπημένη μου θειά , τη Βιολέτα , Δγιλέτα στα..καθαρά Λιδορικιώτικα , και μούρθαν στο νου τόσα και τόσα που ζήσαμε τόσα χρόνια δίπλα-δίπλα .

Πολλά , πάρα πολλά τα ..αξιομνημόνευτα και πολλές οι ιστοριούλες που αυτόματα εμφανίσθηκαν στην ..οθόνη του μυαλού μου , αυτού του..λίγου τέλος πάντων , αυτή όμως που δα θυμηθούμε απόψε είναι , νομίζω , άκρως..ενδιαφέρουσα και..αντιπροσωπευτική ..

Η θειά μου η Βιολέτα , γιά όσους δεν γνωρίζουν , ήταν παντρεμένη με τον μπάρμπα μου το Σπύρο Καψάλη , αδερφό του πατέρα μου , και ως εκ τούτου μέναμε στο πατρικό σπίτι του πατέρα μου , που ήταν μοιρασμένο στα δυό , δύο σπίτια σε ένα δηλαδή , τα αδελφομοίρια που λένε ..

Έτσι ήμασταν όλη μέρα σχεδόν μαζί , μας χώριζε ένας ..τοίχος , και μάλιστα ..παλιάς κατασκευής , που δεν είχε ούτε καν τη στοιχειώδη μονωτική δυνατότητα , κοντολογίς ήταν σαν να ζούμε στο ίδιο..σπίτι .

Αγράμματη , όπως όλες οι γυναίκες της εποχής της , η θειά Βιολέτα , πέρασε τη ζωή της κυριολεκτικά στα ..χωράφια , όργωμα , σπάρσιμο , βοτάνισμα , θέρισμα και..αλώνισμα , άντε το ίδιο και στά αμπέλια , είχαν ένα στα παλιάμπελα και ένα στη Βελά , και ένα περιβόλι στου Παπά τη βρύση , είχε και ένα μουλάρι , που το ‘λεγε …Κούλα , βέβαια Κούλα λέγαν και τη μάνα μου , Κούλα η..Κικούλα , απ’ το Αγγελική φυσικά ..

Αυτή η..συνωνυμία είχε συχνά..πυκνά και τα..ευτράπελά της , φώναζε , π.χ , η θειά Βιολέτα το μουλάρι , γιά να το ποτίσει , εβγαινε απ’ το σπίτι , και φώναζε : Κούούλαααα…άκουγε η μάνα μου , από δίπλα , συνήθως στο βάθος στην κουζίνα , το όνομά της και απαντούσε βγαίνοντας έξω: Έλα Βιολέτα , τι θες ; Και η θειά..Βιολέτα : ..δε φουνάζου ισένα , του..μπλάρ..φουνάζου…καταλαβαίνετε τώρα τι γινόταν , αλλά και πόσες φορές τη μέρα γινόταν αυτό…και φυσικά εμείς ξελιγωνόμασταν στα γέλια …

Η θειά Βιολέτα λοιπόν , παλιών-παλιών αρχών , της παλιάς σχολής που λένε , είχε τις δικές της αντιλήψεις και ζούσε σύμφωνα μ΄αυτές , ήταν θρήσκα , πήγαινε στην εκκλησία , όταν μπορούσε , γιατί έκανε και…γεωργικές ..υπερωρίες , νήστευε , και ακολουθώντας τους θρησκευτικούς κανόνες , δεν ορκιζόταν ποτέ και γιά κανένα απολύτως λόγο…

Έλα όμως που σε κάποιο γειτονικό της χωράφι είχε γίνει μιά..αγροζημία , κάτι πρόβατα μπήκαν και έκαναν ζημιά στα σπαρτά , το πήρε χαμπάρι ο ιδιοκτήτης του χωραφιού , και μήνυσε τον προβατοιδιοκτήτη , και έβαλε μάρτυρα τη θειά μου τη Βιολέτα , κι’ ο ..αθεόφοβος ούτε την ρώτησε καν , ουτε που την ενημέρωσε σχετικά..

Η θειά μου βέβαια δεν είχε ιδέα από δικαστήρια , και όπως είπαμε και πριν δεν ήξερε καθόλου γράμματα , η πρώτη ..μάχη λοιπόν έγινε όταν της έφεραν την κλήση , γιά να πάει γιά μάρτυρας , δεν την έπαιρνε με τίποτα , δεν ξέρω γω απ’ αυτά , είπε στον κλητήρα , ξ’φοτώσε με , ο άνθρωπος της εξήγησε πως την καλούν στο δικαστήριο να καταθέσει ό, τι ξέρει γιά την υπόθεση , ανένδοτη η θειά μου..

Φασαρία κακό , ολόκληρη ιστορία , γιά την παραλαβή της κλήσης , πάρτην , δεν την παίρνω , και δώστου και πάρτου , τελικά ο κλητήρας αφού είδε κι’ αποείδε , την άφησε την κλήση σε κάποιον του σπιτιού και έφυγε..καταιδρωμένος , και φεύγοντας , διά ..πάσα ..ενδεχόμενον , της επανέλαβε και την ημερομηνία που θα γινόταν το δικαστήριο , τονίζοντάς της πως αν δεν παρουσιαστεί , θα πάει..φυλακή , και το τόνισε αυτό γιατί η θειά μου , εδήλωσ ευθύς εξ’ αρχής : δεν..ξέρω τι μ’ λες , εγώ δεν πάω π’ θινά..

Με όλη όμως τη φασαρία που έγινε άκουσαν και οι γύρω γείτονες γιά το δικαστήριο και φυσικά της είπαν πως πρέπει να πάει γιατί αλλοιώς θα βρει το μπελά της..δεν πα ναλέγανε όμως όλοι , η θειά το δικό της τροπάριο , δεν πάου π’θινά..

Πέρασε όμως ο καιρός και κάποτε πλησίασαν οι μέρες γιά το δικαστήριο , οπότε άρχισε η..ψυχολογική ..προετοιμασία της θειά μου γιά να πεισθεί να πάει στο δικαστήριο , μα με το καλό μα με το..μπαμπούλα της φυλακής σαν να..κάλμαρε , ΄πότε όλοι ησύχασαν , ο σκοπός ..επετεύχθη ..τουλάχιστον τώρα δεν ..αρνιόταν πεισματικά ..

Και έφτασε η μεγάλη μέρα !!!

Ξεκίνησε με τα χίλια ζόρια , η θειά μου , γιά το δικαστήριο , το σωστό βέβαια είναι ότι ..ξεκίνησαν να την πάνε στο..δικαστήριο , όχι ..σηκωτή βέβαια αλλά όχι και…αυθορμήτως , με το…ζόρι , που λένε .

Κάθησε εκαί σε ένα πάγκο , ενώ όλοιείχαν το νου τους μη και το σκάσει , την είχαν ικανή γιά κάτι τυέτοιο , κάποια στιγμή ήρθε και η δικιά της σειρά , η καυμένη δεν είχε ιδέα απ’ την όλη διαδικασία , και με τα χίλια ζόρια , σχεδόν σπρώχνοντας την πήγαν στην έδρα , όπου εκτυλίχθηκαν σκηνές ..απείρου ..απείρου..κάλλους , συνεννόηση ..μηδέν , ρώταγε όνομα κλπ ο ειρηνοδίκης , τίποτα η θειά , στα πολλά στα λίγα ..συμφώνησαν στο ονοματεπώνυμο , είπαν και μιά σχετική..ηλικία και αμέσως μετά έγινε η μεγάλη..σεισμική δόνηση , όταν της είπε ο ειρηνιδίκης να βάλει το χέρι στο Ευαγγέλιο και να ορκισθεί , χαμός έγινα , με καμιά ..κυβέρνηση δεν ακούμπαγε το ευαγγέλιο , ούτε καν το ..πλησίαζε , επέμενε ο δικαστής , αρνιόταν η θειά μου , το ακροατήριο είχε σηκωθεί στον αέρα απ’ τα γέλια , γινόταν ένα πανδαιμόνιο , πλησίασε και κάποιος χωροφύλακας , και της είπε λίγο έντονα να βάλει το χέρι στο ευαγγέλιο , βρε τι της πηγαίναν το χέρι προς τα εκεί , τίποτα ..

Τα πράγματα βέβαι είχαν αρχίσει να παίρνουν ..άλλο δρόμο , κι’ ο δικαστής είχε εκνευριστεί , παιδευόταν εξάλλου τόση ώρα , ίσως να ύψωσε και τη φωνή του λίγο παρά πάνω , και ω..του θαύματος , είδαν τη θειά μου να σηκώνει σιγά-σιγά το δεξί της χέρι και να το πλησιάζει , μετά από τόσον αγώνα , προς το ευαγγέλιο , οπότε όλοι κάπως..ηρέμησαν , κάλμαραν , βέβαια η θειά μου όλο και ..κοντοστεκόταν , οπότε ο δικαστής την πίεσε λίγο , γιά να τελειώνει η ιστορία , και τότε η θειά Βιολέτα , όταν της είπε ο ειρηνοδίκης , που είχε..ιδρώσει ο άνθρωπος , άντε κυρά μου βέλε το χέρι σου στο ευαγγέλιο να τελειώνουμε , σηκώνει το χέρι το..ψευτοακουμπάει πάνω στο ευαγγέλιο και είπε οργισμένη το..απίθανο : Του βάζου , κι’ όποιους με φιρι ιδώ , γουρμπύλι να γίν’ του…χέρ’ τ……

Το τι επακολούθησε βέβαια δεν περιγράφετε , ούτε και ξέρουμε φυσικά την έξέλιξη της δίκης και την απόφαση , αυτό όμως που ξέρουμε είναι πως η..περίφημη αυτή ρήση της θειάς μου της Βιολέτας έμεινε στην ..ιστορία :…γουρμπούλ’ να γίν’ του..χέρ’ τ , αυτ΄νου , π’ μέφιρι ιδώ…

Καλό σας …ξημέρωμα…..Κ.-

9.2.09

Η ΘΕΙΑ Η ΠΙΣΛΟΚΑΤΕΡΙΝΗ

Πολλές φορές , αγαπημένοι μου φίλοι , έχουμε αναφερθεί στην αξέχαστη θειά Πισλοκατερίνη , Αικατερίνη Ηλία Κωστοπαναγιώτου κατά κόσμον , αλλά ποτέ δεν καταφέραμε να σας δώσουμε ένα ολοκληρωμένο..πορτραίτο της , παρ' ότι κάτι τέτοιο θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο γιά να σχηματίσετε μιά ..είκόνα γιά την προσωπικότητά της .

Μοναδικά υπέροχο άτομο η θειά Κατερίνη , ήταν με λίγα λόγια , η Λιδορικιώτισσα ..Λυσιστράτη , εύθυμη , ετοιμόλογη , με πηγαίο χιούμορ , αγράμματη , αν δεν κάνουμε λάθος , αλλά με το χάρισμα της ..αυτόματης , ιπί..τόπου , στιχοπλοκής και φυσικά απόλυτα..αθυρόστομη , χωρίς όμως να γίνεται..προσβλητική .

Προσέφερε έργο σοβαρό στο χωριό μας η θειά Κατερίνη , ήταν ο ...χαροθλιψο..σύμβουλος των χωριανών , την εποχή εκείνη , στον μεγάλο πόνο , στη θλίψη , στο θάνατο , η θειά ήταν πάντα δίπλα στους πάσχοντες , και με τον τρόπο της , εκτόνωνε την φορτισμένη ατμόσφαιρα , μετατρέποντάς την σε..διασκέδαση , σε..πανηγύρι , γιάτί η ίδια ήταν ένα πραγματικό ..περιβόλι καλοσύνης ...

Οι διάφορες ..ρήσεις της , έχουν μείνει στη Λιδορικιώτικη ιστορία , εμείς δε που είμαστε γείτονές της , είχαμε το ..προνόμιο να γευόμαστε καθημερινά τα λεγόμενά της , γιατί , γιά τη θειά , όλα όσα αναφέραμε παραπάνω , δεν ήταν περιστασιακά , και μόνο σε ..έκτακτες περιστάσεις , όοοχι , έτσι ήταν και στην καθημερινότητά της , ήταν γι΄αυτή τρόπος...ζωής...

Κάποια στιγμή , που θα έχουμε ολοκληρώσει τη σχετική έρευνα και θα 'χουμε πλήρη...στοιχεία και..φωτογραφικό υλικό , θα κάνουμε ένα ειδικό αφιέρωμα στην αξέχαστη αυτή Λιδορικιώτισσα , το αξίζει...

Σήμερα όμως , θα σας δώσουμε ένα μικρό δείγμα των όσων παραπάνω αναφέραμε , με ένα απίθανο περιστατικό , πολύ..χαρακτηριστικό , και δεν χρειάζεται να σας πούμε περισσότερα , θα καταλάβετε , και καλά..καλά , μάλιστα , απολαύστε...

Η θειά Κατερίνη λοιπόν , ήταν θυγατέρα του Αποστόλη Κλώσσα ( Κουτλιά ) απ' το Βαρούσι , παντρεύτηκε τον Πισλολιά ( Ηλία Κωστοπαναγιώτου ) και έμενε στον κάτω μαχαλά , δίπλα μας , ακριβώς δίπλα στο Βουλγαρέικο , απόχτησε πολλά παιδιά , αγόρια κορίτσια , και όπως είπαμε ήταν ο άνθρωπος , που έτρεχε , βόηθαγε , όσο και όπου μπορούσε , αλλά κυρίως ήταν η ..παρηγορήτρα , σ' όλα τα δύσκολα και φυσικά , λόγω των ειδικών προσόντων της , στιχουργικών και φωνητικών , και η ..επίσημη μοιρολογίστρα του χωριού μας .

Ο πατέρας της , ο μπάρμπα Αποστόλης , Βαρουσιώτης γέννημα και θρέμμα , κλασσική φιγούρα παλιού τσέλιγκα , με τη φουστανέλα του και τη φορεσιά του την παραδοσιακή , στα γεράματά του λοιπόν , καθισμένος στη παραστιά , στο τζάκι , γιά να ζεσταθεί , κατάλαβε κάποια στιγμή πως η φουστανέλα , απο απροσεξία του , είχε πάρει φωτιά ...

Μόνος του στο σπίτι , έκανε το μοιραίο λάθος , κι' αντί να τυλιχτεί με κάποιο ρούχο , κάποια κουβέρτα , βελέτζα , με κάτι τέλος πάντων , πετάχτηκε έξω απ' το σπίτι , με αναμμένη τη φουστανέλα , έξω όμως φύσαγε , κι' αμέσως η φουστανέλα ..φούντωσε , μέχρι να καλοκάμουν οι γείτονες , να καταλάβουν τι γίνεται και να τον βοηθήσουν , ο σχωρεμένος ο μπάρμπα Αποστόλης έπαθε καθολικά εγκαύματα , σ' όλο του το κορμί , απ' τα μαλλιά μέχρι τα..νύχια και δυστυχώς..αντι να σβύσει η φωτιά , έσβυσε ο ..ίδιος ...

Πάει λοιπόν , άδοξα , ο μπάρμπα Αποστόλης , στεναχώρια η οικογένεια , κλάμα τα παιδιά του , και η θειά Κατερίνη είχε και το μεγάλο καθήκον να τον μοιρολογήσει , κατά πως πρέπει , πατέρας της ήταν , εδώ έτρεχε στους ξένους , και πράγματι κι' εδώ η θειά Κατερίνη , έκαμε το καθήκον της και με το παραπάνω...

Βέβαια στο..μοιρολογικό της ..ρεπερτόριο , είχε πολλά και διάφορα μοιρολόγια , που τα 'λεγε ανάλογα με την περίπτωση , με ...εμβόλιμα όμως και τετράστιχα της ...στιγμής , προιόντα ..αυτοσχεδιασμού , το χάρισμα που λέγαμε παραπάνω , που πάντα είχαν χαρακτηριστικές αναφορές γιά τον ..μοιρολογούμενο , αυτό λοιπόν έγινε και στο μοιρολόι του μπάρμπα Αποστόλη , αφού μοιρολόγησε με τα..κλασσικά της , η θειά Κατερίνη , σε κάποια στιγμή , ξεπέρασε τον ίδιο της τον ..εαυτό , κι' αφησε ..άφωνους όλους στους συμμετέχοντες στο βαρύ πένθος .

Ένα της τετράστιχο ..συγκλονιστικό , τους άφησε ..άναυδους όλους...σκυμένη πάνω στο νεκρό πατέρα της , στη στιγμή αυτή του απέραντου πόνου , τα κατάφερε και ..συνταίριασε το παρακάτω ..τετράστιχο :

" ..΄ν' ανοίξει ο..Παράδεισος

με τα χρυσά στολίδια ,

να μπει κι' ο πατεράκης μου

με τα καμμένα α.........δια "

Δεν νομίζω ότι μπορούμε να πούμε κάτι περισσότερο , να σχολιάσουμε δηλαδή το ..περιστατικό , πιστεύω πως πήρατε μιά μικρή , έστω, ..γεύση γιά τη αξέχαστη τη θειά Πισλοκατερίνη , θεός σχωρέστην ....

Καλό σας βράδυ........Κ.-

Υ.Γ : Γιά να καταλάβετε πως το μήλο πέφτει κάτω απ' τη ...μηλιά , σας αναφέρουμε κάτι σχετικό με τα παραπάνω . Ο σχωρεμένος ο μπάρμπα Αποστόλης , ο πατέρας της Πισλοκατερίνης , κατα..καϋμένος κι έτοιμοθάνατος , εκμυστηρεύτηκε σε κάποιους φίλους του : ..ωρέ δε με νοιάζει π' θα ..πεθάνω , αλλά με νοιάζει που αυτές οι π...νες οι γυναίκες π' θα μ'αλλάζ'νε , θα ..γελάνε βλέποντας τα καϋμένα τ' α...... ια μ' ..

7.2.09

ΤΑ ..ΤΡΙΑΝΤΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΑΣ…

 

 

moylari

     Μουλάρι , φορτωμένο με..συμπράγκαλα…

 

  Μαυροζωή …δύστυχα χρόνια… τυραγνισμένα , πόλεμοι , κάψιμο , φτώχεια ..του κόσμου τα βάσανα , έχασε και τον άντρα της , νωρίς.. νωρίς , η θειά Κωσταντίνα , κι’ απόμεινε χήρα , νέα γυναίκα , με τρία παιδιά , ένα ..παιδί και δυό κορίτσια , να παλεύει να τα μεγαλώσει , με δυό μανάρες , τα κουτσοχώραφα , και το περβόλι , κάτω στον Κούστη ..αλλά τι περιβόλι , με το νεράκι του και κάτια συκιές..άιντε..ντε..μέλια τα σύκα , όλοι τις ξέρανε και τις..λιμπίζονταν ..

   Είχε και το μουλάρι , βέβαια , για τις δουλειές , αλλά μ’ αυτό έβγαζε και μεροκάματο , και καλό –καλό , μάλιστα , όταν βέβαια τύχαινε κανένα αγώι , κουβάλαγε και κάνα φόρτωμα ξύλα , κάνα πουρνάρι , και τα κουτσοβόλευε ..ήταν καλόβολος άνθρωπος κι’ όλοι την αγάπαγαν και την πρόσεχαν , κι’ άμα υπήρχε κάνα αγώι , πρώτα-πρώτα φώναζαν τη θειά Κωσταντίνα , κι’ αμα δε μπορούσε αυτή , λέγανε σε άλλον αγωγιάτη , ήταν πολύ αγαπητή...καλοíσκιωτη..

   Ευτυχώς , την εποχή εκείνη , δεκαετία του ’50 , έρχονταν τακτικά κάποιοι καθηγητάδες και μελετάγανε πάνω στη Γκιώνα , για τα μεταλλεία , κι’ έτσι όλο και είχε και κάνα αγώι , να βοηθιέται η θειά , είχε και τα μανάρια , έφκιαχνε και το περβόλι της , μάζευε και κάνα..μαυρολάχανο , ψευτοπερνάγανε…

   Εμείς βέβαια με τη θειά Κωσταντίνα είχαμε και συγγένεια , κουμπαριά , ο πατέρας μου είχε βαφτίσει το..παιδί της , το γιό της , αλλά πέρα απ’ την κουμπαριά υπήρχε και μια οικογενειακή αγάπη , μια όμορφη σχέση , που κράταγε χρόνια , δυνατή ..αναλλοίωτη ..

   Πολλές φορές , στο μαγαζί μας, όταν κάποιος ήθελε αγωγιάτη , η πρώτη σκέψη ήταν η κουμπάρα μας , κι’ αυτό γιατί στη δουλειά της η θειά Κωσταντίνα ήταν..μοναδική , καλόβολη , ευγενικιά , παρότι δεν ήξερε γράμματα , καλοσυνάτη , περιποιητικιά , όποιος την ήξερε αυτή ζήταγε , αλλά κι’ αν δεν την ήξεραν και μας ρωτούσαν αυτή λέγαμε ..

   Κάποιο απόγευμα λοιπόν , ήρθε με το λεωφορείο των Αθηνών , ένας καλοντυμένος ξένος , έκατσε στο μαγαζί , κάτι πήρε και συστήθηκε στον πατέρα μου , ήταν καθηγητής απ’ την Αθήνα , κι’ ερχόταν , για πρώτη φορά στον τόπο μας , για να μελετήσει κάποια πράγματα πάνω στη Γκιώνα , για τα μεταλλεία , και φυσικά ενδιαφερόταν για ένα καλό αγωγιάτη , να τον πάει την άλλη μέρα πρωί-πρωί , και να γυρίσουν πάλι το βράδυ , γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να φύγει πάλι για Αθήνα ..

   Δεν χρειαζόταν περισσότερη κουβέντα , ο σωστός άνθρωπος υπήρχε , η θειά Κωσταντίνα , ανέλαβα εγώ να την ειδοποιήσω , γιατί αν είχε κανονίσει άλλη δουλειά , έπρεπε να ψάξουμε για άλλον , βέβαια ο καθηγητής προτιμούσε να ‘ναι άντρας ο αγωγιάτης , γιατί όλο και σε κάτι θα τον βοηθούσε στη δουλειά του , αλλά οι δικοί μου του εξήγησαν πως καλύτερος αγωγιάτης απ’ τη κουμπάρα μας , δεν υπήρχε , κι’ ετσι έφυγα να πάω να ειδοποιήσω τη θειά Κωσταντίνα .

   Η θειά ήταν εύκαιρη την άλλη μέρα , ανέβηκε στο μαγαζί μας κουβέντιασε με τον καθηγητή , της είπε τι άκριβώς θέλει απ’ αυτή , εύκολα πράγματα για την κουμπάρα μας , τα είπανε και συμφώνησαν και την τιμή για το αγώι , τριάντα ολόκληρες ..δραχμές !!! Κανόνισαν και την ώρα που θα ξεκίναγαν , πρωί-πρωί ..χαράματα , για να ‘χουν τη μέρα μπροστά τους , κι’ ο καθηγητής πήγε απέναντι στο ξενοδοχείο του Παπαδόπουλου για ύπνο ..αφού βέβαια έφαγε κι’ ένα Λιδορικιώτικο γιαουρτάκι στο μαγαζί μας ..

   Την άλλη μέρα ξεκίνησαν , αχάραγα , βέβαια η κουμπάρα τον ήξερε το δρόμο με..κλειστά μάτια , τον είχε περπατήσει , ποιος ξέρει πόσες φορές , είχε και μια μαρούδα , με το κάτι τις , για να φιλέψει τον καθηγητή , τόσες ώρες παιδεμό , θα τους έκοβε η..πείνα , είχε μια αγκωνή καρβελίσιο ζυμωτό ψωμί , ένα ..σβόλο τυρί , από.. δικό της , απ’ το δερμάτι , τουλουμίσιο όπως το ..λένε , δυό τρεις ελιές στο κλειδοπίνακο , μια ντοματούλα , απ’ το περβόλι της , στον Κούστη , και μια μπαρδάκα με νερό , καλοκαίρι βλέπεις , θα …κορακιάζανε , κι’ύστερα καθηγητής ο άνθρωπος και ..Αθηναίος , θα ‘ταν καλομαθημένος , μη μας παρεξηγήσει κι’ όλας ..

   Πέρασε η ώρα , κι’ αργά τ’ απόγευμα σκονισμένος , κατακουρασμένος και κατακόκκινος , εμφανίστηκε ο καθηγητής , αλλά απόλυτα ικανοποιημένος απ’ τη δουλειά που έκανε , αλλά κυρίως απ’ την συμπεριφορά και την ..περιποίηση της κυρίας Κωνσταντίνας , όπως την έλεγε , έννοιωθε , όπως μας έλεγε βαθειά-βαθειά , υποχρεωμένος στην κουμπάρα μας , γιάτι εκτός του ότι τον βοήθησε και στη δουλειά του , του έδωσε και όσες πληροφορίες ήθελε , αλλά κυρίως του ..πρόσφερε και του ..πουλιού το γάλα , έτσι είπε , και φυσικά εννοούσε το..κολατσιό και το νεράκι ..

   Βέβαια κουβεντιάζοντας με τον πατέρα μου , του ανέφερε και κάτι που του έκανε..μεγάλη εντύπωση , και μάλιστα δεν μπορούσε να το εξηγήσει , τι ήταν αυτό ;…διαβάστε…

   Αφού τέλειωσαν την περιήγηση στη Γκιώνα , λοιπόν , πήραν το δρόμο του γυρισμού , κουρασμένοι μεν , αλλά ο κύριος καθηγητής ικανοποιημένος , όπως είπαμε , απ’ τη δουλειά του αλλά κι’απ’ την περιποίηση της θειάς Κωσταντίνας , όταν λοιπόν πλησίασαν να μπούνε στο χωριό , κάνανε μια στάση , να ξαποστάσουν και λίγο , άμαθος βλέπεις από..μουλαροκαβαλαρία ο καθηγητής , είχε ..ψευτοκουραστεί , και κθώς έκατσαν της είπε : Κυρία Κωνσταντίνα , ωραία πήγαμε , ωραία δουλειά κάναμε , και σ’ ευχαριστώ για την περιποίηση , για το κολατσιό , και για όλα , και κυρίως για το νεράκι που είχες μαζί σου , πέρασα αξέχαστα , έχουμε συμφωνήσει να σου δώσω τριάντα δραχμές , αλλά μετά από όλη την περιποίηση και την προθυμία σου , αποφάσισα να σου δώσω σαράντα δραχμές , είσαι ευχαριστημένη ;

   Τότε η θειά Κωσταντίνα , έδωσε την παροιμιώδη απάντηση :…Α..δεν ξέρω , τα τριαντούλια μ’ θέλω εγώ , υποννοώντας πως θέλει αυτά που αρχικά συμφώνησαν , τα..τριαντούλια της , δηλαδή τις τριάντα δραχμές..ο καθηγητής τα ‘χασε , δεν μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την απάντηση , επέμεινε βέβαια , λέγοντάς της πως το κάνει από ευχαρίστηση , και από..υποχρέωση για την εξυπηρέτηση που του ‘κανε και όλα τα άλλα , η θειά Κωνσταντίνα ..ανένδοτη , επέμενε στα…τριαντούλια της ..

   Βέβαια ο κ.καθηγητής επέμεινε και τελικά την έπεισε να δεχτεί , και πράγματι πήρε τις σαράντα δραχμές , αλλά του έμενε το ερώτημα , γιατί δεν δεχόταν τα περισσότερα λεφτά , και επέμενε στα..τριαντούλια της , πέρασε απ’ το νου του , μήπως η κυρα Κωνσταντίνα , που δεν ήξερε γράμματα , πίστευε πως οι σαράντα δραχμές ήταν λιγότερες απ’ τα…τριαντούλια της ; ποιος άραγε ήταν ο λόγος ; ρώτησε και τους δικούς μου , που φυσικά δεν μπορούσαν να δώσουν απάντηση , και έμεινε έτσι στην ..ιστορία η φράση : τα…τριαντούλια μ΄ , που είναι συνδυασμένη μάλλον με την ..άγνοια ..μαθηματικών της θειάς Κωσταντίνας , αλλά πιστεύουμε πως είναι λίγο…τραβηγμένο , υπερβολικό , και πράγματι έτσι είναι , μήπως όμως πεφτουμε όλοι έξω , και η κουμπάρα μας , δεν δεχόταν τα παραπάνω λεφτά , από..περηφάνεια , παρά τη φτώχεια της , δεν δεχόταν δηλαδή να πληρωθεί για κάτι που το έννοιωθε σαν ..υποχρέωσή της ; να περιποιηθεί έναν ξένο άνθρωπο , έναν ..περαστικό ; έναν που είχε την ανάγκη της ; Αυτό δηλαδή που λέμε…αξιοπρεπής..ένδεια ; λέμε …μήπως……..Κ.-

Αθήνα 6-2-2009

5.2.09

ΟΣΑ ..ΘΥΜΑΜΑΙ : “ ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ “ - Γ.’

 

 

              160

Μιά όμορφη παλιά φωτογραφία , της εποχής εκείνης , στη πόρτα του μαγαζιού μας , με τον αγαπημένο φίλο , συμμαθητή αλλά και ξαδερφο , τον Μίμη τον Πίτσιο τον ..Μέγα , όπως τον λέγαμε..προσέξτε πάνω απ’ την πόρτα , τη διαφήμηση της…Γκλόρια …

    Το νερό , λοιπόν , είχε μπει γιά τα καλά ..στ’ αυλάκι , οργασμός ..εργασιών , ο καλλιτέχνης σκαρφαλωμένος πάνω στη ..ξυλόσκαλα , χαράκωνε..χαράκωνε , κατέβαινε κοίταζε από μακριά αυτά που ‘φκιαξε  και καμιά φορά έσβυνε και..ξαναχαράκωνε…

   Η ..αφεντιά μου , πέρα απ’ τα ..υψηλά καθήκοντα , του..γενικού διευθυντού του καταστήματος (..νεροκουβάλημα κλπ..) είχα αναλάβει και τη..διεύθυνση και οργάνωση της .ολης..παραγωγής , έδινα τη ρίγα-χάρακα στο ζωγράφο , τα..μολύβια του και  ότι άλλο χρειαζούμενο , αλλά είχα πάρει όμως τη ρητή υπόσχεση , πως όταν τελειώσουν τα..χαρακώματα , κι’ αρχίσει το βάψιμο , θα έβαζα και γω τις..πινελιές μου , θα έπαιρνα λοιπόν το χρίσμα του..ζωγράφου..

   Ο ζωγράφος , έκανε συχνά ..διαλειμματάκια , πότε έπινε το ποτό του , κονιάκ συνήθως , αλλά και συχνά πυκνά το καφεδάκι του , πολλές φορές μαζί με τον πατέρα μου , τους καφέδες τους έφτιαχνα..αυτοπροσώπως..εγώ , σκέτοι κι’ οι δυό , και τα μεσημέρια τρώγανε , συνήθως , μαζί με τον πατέρα μου , φαγητό τους έφερνα απ’ το σπίτι , και ενδιαμέσως ο ζωγράφος έκανε και κάνα..μικροκολατσιό , με μεζεδάκια απ’ το μαγαζί…

   Κάποιες όμως φορές ο καλλιτέχνης ..χανόταν , εξαφανιζόταν , κατέβαινε κάτω στο..πατάρι , στο ..υπνοδωμάτιό του , και έκανε ώρα να ξαναγυρίσει , το ίδιο γινόταν και μετά το φαγητό , έφευγε γιά μιά ..δυό ώρες , και ξανάρχονταν να συνεχίσει τη δουλειά , ενώ πάντα τελείωνε νωρίς τ’ απόγευμα και μετά..χανόταν…

   Κάποια στιγμή λοιπόν , που ήταν ..σκαρφαλωμένος στη σκάλα , κατέβηκα λαθραία , στο πατάρι , δήθεν γιά ..δουλειά , και κει είδα πιά το λόγο που χανόταν ο..ζωγράφος , σε μιά γωνιά του παταριού , πίσω απ’ τους τενεκέδες με τα γλυκά κουταλιού και τις νταμουζάνες με τα ποτά , είδα ένα τελάρο με μισοζωγραφισμένο ένα γυναικείο πρόσωπο , με λουλούδια στα μαλλιά και δίπλα τα πινέλα και τις μπογιές του φίλου μας …

   Δεν έκανα καμιά σχετική συζήτηση , ούτε στο ζωγράφο αλλά ούτε και στον πατέρα μου , ύστερα είχε έρθει η μεγάλη …στιγμή , άρχιζε το…χρωμάτισμα των..γραμμάτων , όπου συμμετείχα ..ενεργά και γω…ποιός στη..χάρη μου , πράγματι , ο ζωγράφος , δουλεύοντάς με προφανώς , με κάλεσε λέγοντάς μου : κύριε ..διευθυντά , τώρα αρχίζει η ..σοβαρή δουλειά , δηλαδή το..μπογιάτισμα , έκανε μερικά δοκιμαστικά μικροβαψίματα , γιά να δει το χρώμα , αν ήταν όπως τθ ‘θελε , κάτι έβαλε στο κουβά με το χρώμα , ξαναδοκίμασε , και άρχισε πιά η μεγάλη…βαφή…

   Σε μένα ανέθεσε τις ..σοβαρές δουλειές , μπογιάτιζα κάποια σημεία , χαμηλά-χαμηλά , που το χρώμα του τοίχου ήταν χαλασμένο , κι’ αυτός με τη μπογιά και τα πινέλα του , σκαρφαλωμένος πάντα στη σκάλα , χρωμάτιζε τα γράμματα , αρχίζοντας πρώτα-πρώτα απ’ την κορυφή ..εγώ φυσικά τον παρακολουθούσα προσεκτικά , πως έβαζε τη ρίγα να ακουμπάει στον τοίχο και ακουμπώντας πάνω της , σταθερά , το χέρι μπογιάτιζε γρήγορα – γρήγορα , τα γράμματα , χωρίς να του ξεφεύγει η μπογιά έξω απ’ τις χαρακιές…

   Όλα προχωρούσαν μιά χαρά , σε λίγο τα πρώτα γράμματα ..ΚΑΦΕΓΑΛ..ήταν έτοιμα , και το χρώμα τους , φαινόταν υπέροχο , ένα ..κίτρινο σκούρο , μάλλον..μουσταρδί , φώναξε και τον πατέρα μου , που τα είδε και φχαριστήθηκε , τα βρήκε όμορφα , του άρεσαν..ήπιαν και τα ..καφεδάκια τους , και μέχρι το ΄μεσημεριανό φαγητό συνεχίστηκε η δουλειά , μετά έφαγαν κι’ ο ζωγράφος , κατέβηκε στο δωμάτιό του , γιά τη συνηθισμένη διακοπή …

   Το απόγευμα συνέχισε το μπογιάτισμα , είχε ήδη προχωρήσει πολύ η δουλειά , και μου ανακοίνωσε , πως αν όλα πάνε καλά , την άλλη μέρα τεκλειώνουμε , ενώ αμέσως μετά θα άρχιζε τις επιγραφές του πρακτορείου , δίπλα μας , γιά την οποία είχε κάνει συμφωνία ..ήδη είχα τελειώσει τα μεγάλα γράμματα της μεγάλης επιγραφής και είχαν απομείνει οι μικρές επιγραφούλες , στα κάθετα κομμάτια , ανάμεσα στα παράθυρα..

   Την άλλη μέρα όλα έγιναν όπως πάντα , και νωρίς ..νωρίς φτάσαμε στα..τελειώματα , ο ζωγράφος κάποια στιγμή , κατέβηκε , προχώρησε μερικά μέτρα προς τα πίσω , έφτασε στη μέση , σχεδόν , της πλατείας , καλοκοίταξε το..έργο του , έκανε κάποια..ψιλοσυμπληρώματα , και αφού ήπιαν τα καφεδάκια τους με τον πατέρα μου , ανακοίνωσε το τέλος των εργασιών , με το σχετικό..καλορίζικια…

  Ήταν πράγματι πολύ ωραία , και ήταν κάτι ..πρωτόγνωρο γιά το χωριό μας , μέχρι τώρα τα μαγαζιά είχαν αυτές τις μικρές ξύλινες ταμπέλες , που τις έφκιαχναν συνήθως μόνοι τους , αλλά όλος ο τοίχος πρώτη φορά γέμιζε με..γράμματα , βέβαια το..ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ , ήταν..απέραντο ..μακρυνάρι , και φαινόταν κάπως..περίεργο , αλλοιώτικο , γιά τα μέχρι τότε δεδομένα , πάντως ήταν πετυχημένος ο όλος συνδυασμός , των χρωμάτων , κι’ από μακριά φαινόταν πολύ όμορφο , ο δε ζωγράφος καμάρωνε , και εγώ φυσικά σαν..βοηθός …

   Το απόγευμα ο ζωγράφος καθυστέρησε πολύ ν’ ανέβη , είχε φαίνεται κουραστεί και ξεκουραζόταν , κάποια στιγμή , ανέβηκε κρατώντας ένα πράγμα τυλιγμένο σε..εφημερίδες , τότε είχαν μεγάλο σχήμα , μπήκε στο μαγαζί , και φώναξε τον πατέρα μου , λέγοντάς του να ‘ρθει γιά να δει κάτι , πράγματι ήρθε ο πατέρας μου , και τότε αργά-αργά και προσεκτικά ξετύλιξε το..δεματάκι και μας αποκάλυψε τη..ΔΩΡΙΚΗ  ..ΑΥΡΑ , τον πίνακα που έφτιαχνε κάτω στο πατάρι τις ώρες που νομίζαμε πως κοιμάται…

   Ήταν ο πίνακας που είχα δει και γω , αλλά τότε ήταν στις αρχές , τώρα ήταν τελειωμένος , ήταν το πορτραίτο μιάς πεντάμορφης ξανθιάς κοπέλας , με μακριά , σγουρά μαλλιά , ροδοκόκκινα μάγουλα και κόκκινα χείλια , λίγο ..παχουλή βέβαια , κατά τα τότε..πρότυπα , με λουλούδια στα μαλλιά της , πολύ-πολύ ωραία προσωπογραφία , που κάτω..κάτω έγραφε με κεφαλαία καλλιγραφικά γράμματα  : ..ΔΩΡΙΚΗ  ΑΥΡΑ …

   Τον πρόσφερε στον πατέρα μου , που συγκινημένος τον αγκάλιασε και τον ευχαρίστησε , και ο φίλος μας ο ζωγράφος , μας υπέδειξε και σε ποιό σημέιο πρέπει να κρεμάσουμε το έργο του , τον όμορφο πίνακά του…

   Έτσι κι’ έγινε , τον κρεμάσαμε σε ένα στενό κομμάτι του τοίχου , ανάμεσα σε παράθυρα , πίσω ακριβώς απ’ τη βιτρίνα και το ταμείο , σε φωτεινό σημείο και κυρίως εμφανές , ήθελες δεν ..ήθελες έβλεπες τη ..” ΔΩΡΙΚΗ   ΑΥΡΑ “ , που γιά χρόνια μετά ήταν το σήμα κατατεθέν του μαγαζιού μας…

   Γιά δέκα χρόνια λοιπόν , περίπου , η ..ΔΩΡΙΚΗ  ΑΥΡΑ  , στόλιζε το μαγαζί μας , το..ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ…βέβαια μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία έγιναν πολλά , σκοτώθηκε ο πατέρας μου , εμείς τα παιδιά μεγαλώσαμε , ο Γιώργος , ο αδερφός μου , τελειώνοντας το Γυμνάσιο , ξεκίνησε άλλη σταδιοδρομία , στην Αθήνα , το μαγαζί όμως το διατηρούσαμε με τη μάνα μου , μέχρι που τελείωσα και γω το Γυμνάσιο , μπήκα στην ΠΑΝΤΕΙΟ , και κάπου στο τέλος του 1962 , αποφασίσαμε να πουλήσουμε το μαγαζί , και να κατέβουμε στην Αθήνα , όπου ήταν κι’ ο αδερφός μου , και εγώ θα πηγαινα φαντάρος ..

   Έτσι , πουλήθηκε το μαγαζί , το πήρε ο Βασ.Φαλίδας , απ’ το Σεβεδίκο , με όλα τα έπιπλα και τα εμπορεύματα , όπως ήταν , τα μόνα πράγματα που θα παίρναμε ήταν διάφορα προσωπικά μας αντικείμενα , και εγώ πήρα , έτσι γιά ενθύμιο , ένα μπουκάλι  λικέρ  ΠΙΠΕΡΜΑΝ ( ΜΕΝΤΑ ) και είχα πει πως θα πάρουμε και τον πίνακα , την..” ΔΩΡΙΚΗ  ΑΥΡΑ “ ..

   Δυστυχώς όμως , δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε , το μπουκάλι με τη..μέντα , που απ’ τα χρόνια έχει..αποπρασινιστεί , και είναι ..άχρωμη , το βρήκα και το έχω ακόμα , είναι παραγωγής 1952 , η ..πανέμορφη όμως ..Λιδορικιωτοπούλα , η..” ΔΩΡΙΚΗ  ΑΥΡΑ “  , δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε , ποτέ δεν την ξαναείδα , χάθηκε στη μεταφορά , δεν την πήραμε απ’ το μαγαζί φεύγοντας ; ..ποτέ δεν το ‘μαθα , όσο γιά το καλλιτέχνη φίλο μας , τον ..πατέρα της..Αύρας , ούτε αυτόν τον ξανασυνάντησα , όταν τέλειωσε κάποιες  άλλες δουλειές στο χωριό μας , χάθηκε..ξαφνικά , όπως και..εμφανίστηκε…αν ζει , να’ναι καλά , αν και θα ‘ναι πολύ-πολύ..γέρος , αφου η…Αύρα , από..κοπελίτσα ολόδροση , θα κοντεύει τώρα τα…εξήντα …

          Καλό  σας  βράδυ……..Κ.-

OΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ : “ ΔΩΡΙΚΗ ..ΑΥΡΑ “ - Β.’

 

   Ξεκίνησε λοιπόν την άλλη μέρα η δουλειά , με τις απαραίτητες προπαρασκευαστικές εργασίες , συγκέντρωση των υλικών , πινέλα , μπογιές , κάτι περίεργες ..ρίγες ξύλινες και μαζί με όλα τα άλλα έφερε ο ζωγράφος και ένα παλιό στρατιωτικό σακίδιο , με διάφορα ..συμπράγκαλα ..

   Εγώ βέβαια ήμουνα στο σχολείο , και περόμενα πως και ..πως , να σχολάσουμε γιά να πάω να παρακολουθήσω τα..μπογιοατίσματα , πράγματι σχολώντας ούτε γιά φαί δεν πήγα , άφησα την τσάντα μου στο σπίτι και ..δρόμο γιά το μαγαζί .

   Ο ζωγράφος ήταν εκεί , αλλά δεν είδα τα ..εργαλεία και τις μπογιές , ο ίδιος ήταν σκαρφαλωμένος σε μιά ξύλινη σκάλα , και με μιά ρίγα και ένα χοντρό μολύβι , χαράκωνε στον τοίχο τα γράμματα που θα ζωγράφιζε και θα μπογιάτιζε , κατέβηκε γιά λίγο , ήπιε κάτι και μου είπε να τον βοηθήσω να φέρει απ’ το ξενοδοχείο του Παπαδόπουλου τα πράγματά του , γιατί θα έμενε κλατω απ’ το μαγαζί μας , σε ένα πατάρι σαν μεσοπάτωμα που είχαμε , και το χρησιμοποιούσαμε σαν αποθήκη .

   Πράγματι , φέραμε τα πράγματά του , έφερα κι’ απ’ το σπίτι μας ένα παλιό ράντζο που είχαμε , και το..υπνοδωμάτιο ήταν έτοιμο !! Στη μιά άκρη ήταν το κρεβάτι και τα πράγματα του ζωγράφου και στο υπόλοιπο πατάρι υπήρχαν δοχεία με γλυκά κουταλιού , κιβώτια με αναψυκτικά και διάφορα άλλα είδη ζαχαροπλαστικής ..

   Αφού τακτοποιήθηκε στον…ξενώνα , ανέβηκε γιά δουλειά , ο πατέρας μου του είχε δώσει σε ένα χαρτί τι ακριβώς θέλει να γράψει στον τοίχο , κι’ ο ζωγράφος υπολόγιζε το χώρο , μετρούσε με το μέτρο του , και άρχισε σιγά-σιγά να..χαρακώνει , σε λίγη ώρα η μεγάλη επικεφαλίδα ήταν έτοιμη γιά..χρωμάτισμα , βέβαια ήταν λίγο..μακριούλα η επιγραφή , και γιά να τη διαβάσεις έπρεπε να πάρεις και μιά βαθειά…ανάσα : ΚΑΦΕΓΑΛΑΚΤΟΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ , και έπιανε απ’ τη μιά άκρη ως τη άλλη του τοίχου..

   Στη συνέχεια , κάτω απ’ τη μεγάλη επιγραφή , γράφτηκε το όνομα του πατέρα μου : ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΨΑΛΗ , και από κει και κάτω , θα γράφονταν όλα τα..προσφερόμενα προιόντα , κανταίφια , πάστες , γλυκά κουταλιού , μπύρα και αναψυκτικά …πάγου , ούζο , λικέρ και ό,τι τέλος πάντων μπορούσε να πουλάει και να προσφέρει ένα ζαχαροπλαστείο , χωρίς βέβαια να παραλείψουμε και τα παραδοσιακά Λιδορικιώτικα γλυκά , κουραμπιέδες , μπακλαβάδες κλπ . Προς στιγμήν η δουλειά ..κόλλησε στα ..χρώματα που θα μπαίναν στα γράμματα , αλλά ξεπεράστηκε εύκολα και γρήγορα , και όλα προχωρούσαν όμορφα κι΄ωραία ..

   Βέβαια η όλη αυτή ιστορία της..τοιχογράφησης , άρχισε να μαζεύει..κόσμο , περαστικοί , περίεργοι , παιδιά και αργόσχολοι , μαζεύονταν γιά να δουν τι γίνεται στ΄Αλωνάκι , και κυρίως να ..χαζέψουν αυτόν που ήταν σκαρφαλωμένος πάνω στη σκάλα και ..χαράκωνε τον τοίχο…και πριν ακόμα ο ζωγράφος τελειώσει την πρώτη του εν..Λιδορικίω δουλειά , είχε ήδη βρει και δεύτερη , θα έκανε την ίδια δουλειά και στο διπλανό μας πρακτορείο των λεωφορείων 

 

181

Γιά των..γραφομένων μας το..αληθές , δείτε τη φωτογρaφία της εποχής , μετά όμως τις..τοιχογραφίες !!!

 

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ……..

ΟΣΑ..ΘΥΜΑΜΑΙ : “ ΔΩΡΙΚΗ ΑΥΡΑ “..


Οικογενειακή μας φωτογραφία της εποχής εκείνης , στην πόρτα του μαγαζιού μας , μετά την…καλλιτεχνική παρέμβαση του φίλου μας …



Όμορφη , ονειρεμένη εκείνη η εποχή , και μιλάμε γιά τη δεκαετία του ‘50 , θες δεν ..θες , ο νους τριγυρνάει πάντα εκεί , με όλες τις δυσκολίες της , όλα τα βάσανά της , τη φτώχεια , τις στερήσεις , τον πόνο γιά τα χαμένα αγαπημένα πρόσωπα , της πολύχρονης ταλαιπωρίας , και τα σημάδια του …χαλασμού , να υπάρχουν παντού ..

Τα κουφάρια απ’ τα καμένα σπίτια , φαντάσματα λες , μας φόβιζαν τις νύχτες , κι’ όμως ο νους πάντα γυρνάει εκεί , στα σκληρά , τα πονεμένα , τα δύσκολα χρόνια , με τα ..μπαλωμένα ντρίλινα ρούχα και το αχνό χαμόγελο που άρχιζε ν΄ανθίζει στα χιλιοπικραμένα χείλια των χωριανών , στα ..χείλια που γιά 10 χρόνια , γεύονταν το φαρμάκι της κατοχής και του εμφύλιου..σπαραγμού , κι’ όμως η Λιδορικιώτικη ψυχή ..άντεξε , δεν γονάτισε , με νύχια και με..δόντια κράτησαν ζωντανό το χωριό , που σιγά-σιγά άρχισε να ανασαίνει , να..ζει..

Μετά τη λιγόχρονη περιπλάνησή μας , ξαναμαζευτήκαμε στο όμορφο , χωριό μας, στο..σπίτι μας , πυροπαθείς στην Αθήνα γιά κάποσο καιρό , σε μιά επιταγμένη βίλα στο Έδεμ , στο Παλιό Φάληρο , μαζί με άλλες ομοιοπαθείς οικογένειες απ’ όλη την Ελλάδα , Μακεδονία , Θράκη , Στερεά , κι’ αργότερα σε ένα κτίριο του ΦΙΞ , Λ.Συγγρού 82 , απέναντι απ’ το εργοστάσιο , όπου μείναμε περισσότερο καιρό .

Πολλές ταλαιπωρημένες οικογένειες , πάλι απ’ όλη την Ελλάδα , θυμάμαι τους Θρακιώτες , δυσκολευόμασταν να συνεννοηθούμε , είχαν κί’ αυτές μικρά παιδάκια , που όταν παίζαμε , θυμάμαι , μας φώναζαν : Κόσια…κόσια , άντε να καταλάβουμε τι μας έλεγαν ,βέβαια σιγά-σιγά ..μάθαμε , συνηθίσαμε , μέχρι που καμιά φορά , από..κεκτημένη ταχύτητα , φωνάζαμε και μεις..κόσια..κόσια , όταν θέλαμε να πούμε…τρέξε..τρέξε…

Μετά το ..γκέτο λοιπόν των πυροπαθών , γυρίσαμε , κάπου στο 1949 , στο χωριό μας , καμένο ..ξεκαμένο το σπίτι μας , το ψευτομπαλώσαμε και χωθήκαμε μέσα , όπως άλλωστε και όλοι οι χωριανοί μας , ήμασταν όμως στο ..σπίτι μας , στο χωριό μας…

Ο πατέρας μου ξανάνοιξε το Ζαχαροπλαστείο , στο Αλωνάκι , με το ίδιο , το παλιό όνομα : “ Η ΔΩΡΙΣ “ , κι’ αρχίσαμε απ’ την αρχή , απ’ το μηδέν , γιά να μην πούμε ..κάτω απ’ το μηδέν , αλλά όπως είπαμε , ήμασταν πιά στο ..χωριό μας , στο σπίτι μας..

Οι δυσκολίες πολλές , πάμπολλες , μα όλα ξεπεράστηκαν , σιγά-σιγά , και η ζωή μας άρχισε να παίρνει πάλι το ρυθμό της , αργά..αργά αλλά σταθερά , η Λιδορικιώτικη ζωή ..ξεκίνησε , τα μαγαζιά , τα περισσότερα , άνοιξαν και το χωριό μας ξαναζωντάνεψε…

Οι επικοινωνίες όμως την εποχή εκείνη ήταν σχεδόν..ανύπαρκτες , υπήρχε κάποια υποτυπώδης συγκοινωνία , με Αθήνα , Άμφισσα και Ναύπακτο , ο δε εφοδιασμός των καταστημάτων , εμπορικών κλπ , γινόταν με τον παλιό..καλό τρόπο , μέσω παραγγελιοδόχων , που έχονταν απ΄Αθήνα και Πάτρα , έπαιρναν τις σχετικές παραγγελίες , επέστρεφαν στις έδρες τους και μετά από λίγες μέρες , στέλνονταν τα πράγματα , με τα φορτηγά , του Σιώκου η του Κότταρη .

Έτσι κάθε βράδυ στο Λιδορίκι , παρέμεναν και διανυκτέρευαν , εκτός απ’ τους οδηγούς και τους εισπράκτορες των λεωφορείων , δυό ..τρεις και τέσσερις , καμιά φορά , παραγγελιοδόχοι , που έμεναν γιά μιά , το πολύ δυό νύχτες στο χωριό , και έφευγαν γιά να ξανάρθουν μετά από 15 μέρες , η και μήνα …

Βέβαια , όλους τους παραγγελιοδόχους τους είχαμε μάθει πιά , αφού τους βλέπεμε τακτικά , ήταν οι Ασημακοπουλαίοι , απ’ τη Ναύπακτο , ο Παπαλεξανδράτος , απ’ την Πάτρα , ένας ευγενέστατος γεράκος , της σοκολατοποιίας “Γκλόρια “, απ΄την Αθήνα κι’ένα σωρό άλλοι , από όλους αυτούς κάθε βράδυ κάποιοι έμεναν στο χωριό , και επειδή το μαγαζί μας ήταν δίπλα στο πρακτορείο των λεωφορείων , μετά το τέλειωμα της δουλειάς τους , κάθονταν στο μαγαζί μας μέχρι αργά , έλεγαν διάφορες όμορφες ιστορίες , που εγώ τις..κατέγραφα στο παιδικό μου μυαλό , ήμουνα περίπου 7 χρόνων , και όταν πέρναγε η ώρα και ..πλησίαζε και το κλείσιμο του μαγαζιού , πήγαιναν γιά ύπνο στο ξενοδοχείο των Παπαδοπουλαίων , ακριβώς απέναντί μας ..

Κάποιο βράδυ λοιπόν , εκτός απ’ τους …συνήθεις..πελάτες μας , ξέμεινε και ένας ..περίεργος τύπος , που η εμφάνισή του δεν είχε καμιά σχέση με των..παραγγελιοδόχων , αλλά και των..χωριανών μας ..

Ήταν..παρδαλοντυμένος , με έντονα και φανταχτερά ρούχα και χρώματα , είχε μακριά σγουρά μαλλιά , που κρέμονταν έξω απ’ το μπλε μπερεδάκι που φορούσε , το πουκάμισό του παρδαλό κι’ αυτό , καρώ..πολύχρωμο , σαν αυτά που μοίραζε..η ΟΥΝΡΑ , και εκείνο που μου ‘χε κάνει εντύπωση ήταν ένα ..χρωματιστό μαντήλι που είχε γύρω στο λαιμό , αργότερα έμαθα πως το λένε..φουλάρι …

Κάποια στιγμή , οι παραγγελιοδόχοι , ίσως και κουρασμένοι , άρχισαν να..αποσύρονται γιά..ύπνο , και έμεινε τελευταίος ο παράξενος ..ξένος , που ήπιε κάποιο ποτό , συνήθως κονιάκ , παρότι ήταν άνοιξη προς,,καλοκαίρι , και όταν εγώ ανέλαβα τα..υψηλά …διευθυντικά μου καθήκοντα , το..σκούπισμα δηλαδή , η σκούπα βέβαια ήταν ..ψηλότερή μου , είδα τον ξένο να μιλάει στα καλά καθούμενα με τον πατέρα μου , λες και γνωρίζονταν από ..χρόνια ..και σε μιά στιγμή έδωσαν και τα..χέρια , όπως συνηθως κάνουν οι άνθρωποι όταν καταλήγουν σε κάποια συμφωνία ..

Πράγματι , δεν είχα πέσει έξω , ο πατέρας μου είχε κλείσει με το φίλο μας μιά συμφωνία , που μου την είπε ο πατέρας μου όταν έφυγε κι’ ο ξένος και ετοιμαζόμαστε να φύγουμε , ο παράξενος ..ταξειδιώτης , ήταν , λέει , ζωγράφος , καλλιτέχνης δηλαδή , που άμα..λάχαινε έφκιαχνε και επιγραφές , ταμπέλες σε μαγαζιά και ότι άλλο σχετικό , και επειδή το μαγαζί ήταν καινούριο ακόμα και δεν είχαμε τις..απαραίτητες επιγραφές , με τα προιόντα μας κλπ , τα συζήτησαν , τα βρήκαν και απ’ την άλλη μέρα θα άρχιζαν τα έργα..τα καλλιτεχνικά..

Πράγματι το άλλο πρωί , ο ζωγράφος μας , εμφανίσθηκε με ρούχα..εργασίας , αλλά το..μπερεδάκι ..μπερεδάκι , όπως και το…φουλάρι φυσικά , είχε και τα πινέλα του και τα υπόλοιπα συμπράγκαλά του , ήπιε το καφεδάκι του , και ξαμολήθηκε γιά τις μπογιές και τα λοιπά απαραίτητα , και σε λίγο ξεκίναγαν οι εργασίες ….

Σ υ ν ε χ ί ζ ε τ α ι ……