Στο ταπεινό της Αρσαλής το εκκλησάκι ,
πουν’ ριζωμένο στην αητοφωλιά της Γκιώνας
πηγαίνω πάντα , για ν’ανάψω ένα κεράκι
σαν θα φθινοπωριάσει , κι’ έρθει ο χειμώνας.
*
Απ’ έξω , η παλιά καμπάνα κρεμασμένη ,
στης γέρικης βελανιδιάς , το ροζιασμένο μπράτσο
πρόχειρα , λες , μ’ένα παλιό σκοινί δεμένη
τον κάμπο αγναντεύει , από ψηλά σαν κάστρο .
*
Μοσχοβολάει ολόγυρα τον χώμα το βρεγμένο ,
κι αυτή η άγρια ομορφιά , με συνεπαίρνει ,
καθώς το χώμα της σπηλιάς το νοτισμένο
όλα της γης τ’ αρώματα μου φέρνει ..
· *
Μόνος στο μισοσκόταδο , μ’ ένα κερί αναμμένο ,
μονάχη συντροφιά μου πάντα , στο σκοτάδι ,
ααι κάπου στη γωνιά , το λαδοκάντηλο σβησμένο ,
θα ‘χει σωθεί , ως φαίνεται από καιρό το λάδι .
· *
Χρυσούς πολυελαίους και’ άμφια χρυσά δεν έχει
Ούτ’ Άγια Τράπεζα , μονάχα ένα τραπέζι μ’ ένα τάσι
κι’εκεί στο μισοσκόταδο , καθώς τριγύρω βρέχει ,
νοιώθεις πως θα’ μπει κι’ ο Χριστός να ξαποστάσει .
Αθήνα 15 -2- 2013