ΟΣΑ ΘΥΜΑΜΑΙ…
Το μοναστήρι της Παναγιάς της Κουτσουριώτισσας , όπως ήταν παλιότερα , δεξιά φαίνονται ολοκάθαρα τα περίφημα ..κελιά ...
Αρχές της δεκαετίας του 50 , ονειρεμένα χρόνια , σκληρά χρόνια..δύσκολη ζωή.Το Λιδορίκι , λαβωμένο βαριά , μαζεύει τα κομμάτια του , κι΄αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια του , παλεύει για να επιβιώσει .Τα σημάδια της συμφοράς , είναι ολοφάνερα , κι΄οι πληγές ακόμα αιμορραγούν , οι Λιδορικιώτες όμως , δεν το βάζουν κάτω , προσπαθούν με τα ελάχιστα μέσα που διαθέτουν , ν΄αναστήσουν το μισοπεθαμένο χωριό τους , και το καταφέρνουν..
Οι πίκρες , τα βάσανα , οι κατατρεγμοί , η φτώχεια και οι θάνατοι , δεν κατάφεραν να τους γονατίσουν , να τους λυγίσουν , στέκονται όρθιοι και παλεύουν , αγωνίζονται με νύχια και με δόντια , για να μη νοιώθουν πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο .
Δειλά-δειλά ,φαίνονται τα πρώτα αχνά χαμόγελα , κι΄η Λιδορικιώτικη καρδιά , αρχίζει να χτυπάει ξανά , η ζωή συνεχίζεται , πολύ – πολύ.. δύσκολα , όμως συνεχίζεται . H δεκαετία της φρίκης ,του μίσους , της πείνας , και του αλληλοσπαραγμού , όσα σημάδια και ν΄άφησε , είναι πιά παρελθόν , ένα κακό όνειρο , ένας φρικτός εφιάλτης , που μέρα τη μέρα ξεθωριάζει , γίνεται μια κακιά..ανάμνηση .
Παραμένουν όμως ακόμα τα φαντάσματα της καταστροφής , σκελετωμένα σπίτια , κι΄ άνθρωποι , ξεκληρισμένες οικογένειες , σφαλισμένα μαγαζιά , καμένα σπίτια , ρημαγμένα νοικοκυριά , μα πάνω απ΄όλα ο πόνος , ο πόνος για τον άδικο χαμό των αγαπημένων προσώπων , κι΄ένα σκληρό , βασανιστικό ΓΙΑΤΙ ; ένα απλό γιατί ; που τριβελίζει το μυαλό και μαραζώνει τις καρδιές .
Στό μισοκατεστραμμένο κοιμητήριο , κάθε σούρουπο , χαροκαμένες μανάδες , γυναίκες ,θυγατέρες , αδερφάδες , γιαγιάδες , νυφάδες ,όλες μαυροντυμένες , σαν χορός αρχαίας τραγωδίας , ανάβουν τα λαδοκάντηλα , λένε τον καυμό τους , ξαλαφρώνουν την ψυχή τους , κι΄άντε πάλι το άλλο βράδυ ξανά , γιατί αν ξεχαστούνε οι νεκροί ,τότε πραγματικά πεθαίνουν,τότε μόνο .
Θεοφοβούμενοι άνθρωποι οι χωριανοί , περισσότερο βέβαια οι γυναίκες , στα χρόνια αυτά της δυστυχίας , είχαν πάντα δίπλα τους την Παναγιά , σ΄αυτή λέγαν τον πόνο τους , ζητώντας βοήθεια , και στη μεγάλη ανάγκη , παρόλη τη φτώχεια , έκαναν και κάνα τάμα , στην Κουτσουριώτισσα πού ‘ταν και θαυματουργή.
Σαν ..στρώσαν λίγο , λοιπόν , τα πράγματα , οι Λιδορικιώτισσες άρχισαν να εκπληρώνουν τα ..τάματά τους , τα τάματα που είχαν κάνει στις δύσκολες ώρες που πέρασαν , όλο αυτό τον καιρό του χαλασμού , ένα πρωί λοιπόν η μάνα μου , μου είπε να πάω στην Τσακαλοχρυσούλα , μοδίστρα φίλη της , που έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι , πάνω απ’ το παλιό Γυμνάσιο , γιατί το καινούργιο δεν είχε χτιστεί ακόμα , να μου πάρει μέτρα γιά να μου φκιάξει μια ποδιά…
Εγώ φυσικά παραξενεύτηκα , γιατί ποδιές φορούσαν μόνο τα κορίτσια , τη ρώτησα σχετικά τι ποδιά θα ήταν αυτή , και τι την ήθελα , και τότε η μάνα μου μου εξήγησε πως με είχε τάξει στην Παναγία στον Κουτσουρό , και έπρεπε να φοράω ποδιά , σαν αυτές που φορούσαν τα κορίτσια στο σχολείο , εγώ όπως ήταν φυσικό , τσίνησα , δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έπρεπε σώνει και καλά , να βάω ποδιά για να πάω στον Κουτσουρό , τέλος πάντων μουρμουρίζοντας , πήγα στη Χρυσούλα και μου πήρε τα μέτρα κι’ αυτό ήταν..το ξέχασα το θέμα .
Ήταν κατακαλόκαιρο , αρχές Αυγούστου , και μιλάμε για ζέστη αφόρητη , και πλησίαζε και η γιορτή της Παναγίας της Κουτσουριώτισσας , που ήταν στις 23 Αυγούστου . Ένα απόγευμα η Χρυσούλα έφερε στο σπίτι την ποδίτσα , και μου ευχήθηκε και..βοήθειά μου , εμένα βέβαια η όλη ιστορία δεν μου καλοφαινότανε , ντρεπόμουνα που θα φορούσα ..κοριτσίστικη ποδιά , μπλε , όπως οι συμμαθήτριές μου , αλλά και τι μπορούσα να κάνω ; Η μάνα μου δε σήκωνε κουβέντα , εγώ το μόνο που ευχόμουνα ήταν να μην έρθει..ποτέ η 23η Αυγούστου , αλλά γινόταν αυτό ; φυσικά και όχι…
Η μάνα μου η καϋμένη , με ‘βαλε και τη δοκίμασα , να δει πως είναι πάνω μου , και γω..έσκαγα απ’ τη ντροπή μου , απ’ το κακό μου . Κάποτε όμως έφτασε και η προπαραμονή της Παναγίας , και η μάνα μου μου ανακοίνωσε πως την άλλη μέρα θα πηγαίναμε στον Κουτσουρό , εγώ έπεσα στα μαύρα πανιά , δεν μπορούσα να το ..χωνέψω , αλλά ούτε και μπορούσα να κάνω κάτι , ν’ αλλάξω την κατάσταση , κι’ έτσι αφέθηκα στη..μοίρα μου ..
Η αλήθεια πάντως ήταν πως ήθελα να πάω στον Κουτσουρό , γιατί άκουγα πολλούς που κανόνιζαν να πάνε , και κανόνιζαν περέες , αλλά δεν ήθελα να με δούνε με την ποδίτσα , σαν ..παπαδάκι , σαν κοριτσάκι , αλλά τώρα πιά δεν γινόταν τίποτα , την παραμονή λοιπόν το πρωί ξεκινήσαμε , μαζί με άλλους παρέα , κυρίως γυναίκες και παιδιά , που κουβαλούσαν λαμπάδες και διάφορα άλλα τάματα , πήραμε και το μουλάρι της θειάς μου της Φαλίδαινας και καβάλα η μάνα μου και γω , και πήραμε το δρόμο για την Πλέσσια ..
Ζέστη πολλή , ο δρόμος μπόλικος , κι’ αν θυμάμαι καλά , πηγαίναμε απ’ την ποταμιά , στη Μπελεσίτσα , κάνοντας που και που και από μια στάση , στα πλατάνια , πίναμε και νερό σε κάνα άμπλα , γιατί η ζέστη ήταν αφόρητη , στο δρόμο βέβαια συναντούσαμε κι’ άλλους προσκυνητές και σιγά-σιγά γίναμια ένα μικρό καραβάνι .
Μαζί μας ήταν και κάποιες γυναίκες που είχαν ξαναπάει στον Κουτσουρό και μας έλεγαν πολλά και διάφορα , για τα κελιά , που τα πιάνουν οι..Γαλαξειδιώτισσες , από νωρίς , και πως πρέπει να πάμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα για να πιάσουμε καμιά..πουρνάρα , κοντά στην εκκλησία , για να ..στρατοπεδεύσουμε , γιατί έρχεται κόσμος απ’ όλα τα χωριά και γίνεται ..χαμός ..
Ξέχασα όμως να σας πω πως εγώ ήμουνα ντυμένος με την ποδιά , μεγάλο βάσανο , έννοιωθα πως όλοι κόιταζαν εμένα , και κρυφογελάγανε , παρακαλούσα να φτάσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται , να τελειώνει αυτή η ιστορία , που μου ‘χε γίνει ..βραχνάς , ..βάσανο μεγάλο ..
Περάσαμε την Πλέσσια , και ανηφορίζοντας ένα μονοπάτι , ανεβήκαμε σε ένα μικρό οροπέδιο , μια μεγάλη λάκα , κατάξερη , μόνο κάπου κάπου είχε καμιά αγκορτσιά , και τίποτα άλλο , και η ζέστη..αφόρητη , ευτυχώς που είχαμε νεράκι και δροσιζόμαστε , βέβαια είχαμε και κάποια φαγητά , για να περάσουμε αυτή τη μια μέρα που θα μέναμε εκεί .
Πλησιάζοντας είδαμε από μακριά , ψηλά στην κορφή την εκκλησία , και μια ουρά από κόσμο και ζώα να ανεβαίνει προς τα πάνω , ενώ όσο πλησιάζαμε βλέπαμε τις αγκορτσιές σχεδόν όλες ..καπαρωμένες , πιασμένες , πραγμα που μας ανησύχησε βέβαια , αλλά και τι μπορούσαμε να κάνουμε ;
Κάποτε φτάσαμε και μεις , εκεί επικρατούσε κατάσταση..πανικού , κάτω ακριβώς απ’ την εκκλησία , και ολόγυρα , επικρατούσε το αδιαχώρητο , μουλάρια , γαιδούρια , δεμένα στα γύρω δέντρα , κοφίνια και ..μαρούδες κρεμασμένα στα κλαριά των αγκορτσιών και κόσμος..πολύς κόσμος να πηγαινοέρχεται , ενώ και κάμποσα παιδιά έπαιζαν του καλού καιρού , ενώ οι μανάδες τους διαρκώς τα φώναζαν..
Δυό πράγματα έπρεπε να εξασφαλίσουμε ..επειγόντως , πρώτα-πρώτα ..στέγη , η μάλλον..αγκορτσιά για μας και δεύτερον , πάρκινγκ για τα ..γαιδουρομούλαρά μας , βέβαια ήταν ολοφάνερο πως οι..προνομιούχες ..αγκορτσιές ήταν όλες κατειλημμένες , καθώς και οι..χώροι στάθμευσης κοντά στην εκκλησία , αλλά τι να κάνουμε ; ..βολευτήκαμε σε..δευτερότερες , λίγο παρακάτω απ’ την εκκλησία και μάλιστα απ’ την πίσω μεριά που ήταν και ..μικρογκρεμός , και το έδαφος επικλινές , θα θέλαμε κάτι καλύτερο αλλά….
Βολευτήκαμε όπως…όπως , βολέψαμε και τα ζωντανά , ηρεμήσαμε λιγάκι , και μετά αρχίσαμε , λίγοι-λίγοι , γιατί κάποιοι έπρεπε να φυλάνε τα ..υπάρχοντά μας , να κάνουμε..εξερεύνηση του …χώρου , κάποιοι βέβαια , ήξεραν τα κατατόπια , αλλά εμείς ήμασταν ..πρωτόπειροι , ανεβήκαμε και πάνω στην εκκλησία , όπου το προαύλιο ήταν ..πηγμένο στον κόσμο , εκεί στο πλαί είδαμε και τα ..περίφημα κελιά , λίγα μικρά δωματιάκια , χωρίς τίποτα μέσα , αδειανά , τα οποία όπως μάθαμε , ήταν.. κατελημμένα απ’ τις…Γαλαξειδιώτισσες , που έρχοντα μια δυό μέρες νωρίτερα , γι’ αυτό το λόγο , και απ’ότι έλεγε το..ράδιο..αρβύλα , κουβαλούσαν και ..βαλίτσες με φορέματα μαζί τους , λες και πήγαιναν σε…διασκέδαση ..
Τέλος πάντων , ανεβήκαμε τα σκαλάκια , στο τσιμεντοστρωμένο προαύλιο , και μπήκαμε στην εκκλησία κι’ ανάψαμε ένα κεράκι , με μεγάλη δυσκολία γιατί και η εκκλησία μέσα , ήταν γεμάτη κόσμο , αλλά και ..συμπράγκαλα , μαρούδες κλπ , που σήμαινε πως οι άνθρωποι αυτοί θα κοιμόντουσαν εκεί το βράδυ , ενώ θα πρέπει να λάβετε υπόψη πως και όλοι οι προσκυνητές , θα ξενυχτούσαν μέσα στην εκκλησία , αφού μάλιστα , οι περισσότεροι είχαν μαζί τους άρρωστους μεγάλους , αλλά και παιδάκια , που θα ξενυχτούσαν στην ολονυχτία , προσευχόμενοι και περιμένοντας το..θαύμα , γιατί , απ’ ότι μαε έλεγαν η Παναγιά η Κουτσουριώτισσα , είναι θαυματουργή και έχει κάνει πολλά θαύματα , κάποια μάλιστα μας τα είπαν , ενώ σταυροκοπιούνταν , κάνοντας μετάνοιες , γοντατίζοντας στις εικόνες..
Ανάψαμε λοιπόν το κεράκι μας , προσκυνήσαμε στην θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς , ακούσαμε και πολλά και διάφορα , γιά τα θαύματα που έχει κάνει , κατά καιρούς , η Χάρη της , κι΄όλα αυτά μέσα στην εκκλησία , όπου η ατμόσφαιρα ήταν κυριολεκτικά ..αποπνικτική , ένα περίεργο ..μείγμα από καπνούς κι’ αναθυμιάσεις λιβανιού και κεριών , που ανακατεμένο και με την ΄φυσική..ευωδιά του καταιδρωμένου πλήθους , σε ..’πνιγε , σου έκοβε την ανάσα…
Εν τω μεταξύ όλο κι’ ερχόταν κόσμος , μανάδες με μωρά στην αγκαλιά , που έκλαιγαν διαρκώς , μεγαλύτερα παιδάκια που προσπαθούσαν να παίξουν , μέσα στην εκκλησία , και τα κυνηγούσαν οι μανάδες τους , και φυσικά μεγάλοι άνθρωποι , κουρασμένοι , κακοπαθημένοι , εξουθενωμένοι , που ποιός να ήξερε τι τους βασάνιζε , τι τους έφερε ως εδώ..
Όπως είπαμε και πριν , το πρόγραμμά μας έλεγε ξενύχτι μέσα στην εκκλησία , τώρα το που και το πως , δεν είχε και μεγάλη σημασία , εκεί στριμωγμένοι μαζί τους τόσους άλλους , και μεις.. Η ιδέα βέβαια δεν μου πολυάρεσε , αλλά δεν μπορούσα να κάνω και κάτι , δεν υπήρχε άλλη επιλογή , το πήρα λοιπόν απόφαση ..
Ήταν όμως αδύνατο να παραμείνεις γιά πολλή ώρα μέσα , δεν αντεχόταν , πνιγόμουνα , όχι μόνον εγώ αλλά και πολλοί άλλοι , που έβγαιναν γιά ν’ ανασάνουν λίγο καθαρό αέρα , με…βάρδιες , κάποιοι απ’ την παρέα , έμεναν και κρατούσαν τις..θέσεις , προσέχοντας και τα ..συμπράγκαλά τους , που ήταν ..ό,τι μπορεί να φανταστεί κανέις , τα πιό απίθανα , το ίδιο κάναμε και μεις , κάποιες έμειναν μέσα και εγώ με τη μάνα μου βγήκαμε γιά λίγο , και θα επιστρέφαμε γιά να γίνει..σκάτζα –βάρδια .
Έξω γινόταν άλλο…πανηγύρι , κόσμος πηγαινοερχόταν , ζωντανά γκαρίζανε , παιδιά κυνηγιόντουσαν , τι να κάνουν μικρά παιδιά ήταν , μανάδες τα φώναζαν με τον ..γλυκο εκείνο τρόπο των..χωριών , σωστό ..πανδαιμόνιο , κι’ όλο και έρχονταν και καινούργιοι , κατάκοποι , και προπαντός ..καταιδρωμένοι , απ’ το πολύωρο περπάτημα καιτη ζέστη..
Τη λίγη ώρα που μείναμε έξω , συναντήσαμε πολλούς χωριανούς μας , που ήρθαν γιά την ολονυχτία , κουβέντιασαν με τη μάνα μου , και μπήκαν στην εκκλησία γιά να εξασφαλίσουν ..κατάλυμα , πράγμα πολύ-πολύ δύσκολο , αλλά και τι να ‘καναν , η ανάγκη βλέπεις…ρίξαμε και μιά ματιά στα ζωντανά μας , που τα ‘χαμε..παρκαρισμένα , κάτω απ’ την εκκλησία , δεμένα σε δέντρα , και γυρίσαμε γιά να κάνουμε τη βάρδια μας …
Εγώ βέβαια , από μέρες ρωτούσα τη μάνα μου , γιατί με πήγαινε ..ταμένο στον Κουτσουρό , γιά ποιό λόγο , και μάλιστα ντυμένο με..ποδίτσα , όλο μου τα μάσαγε και όλο μούλεγε πως θα μου πει , την ξαναρώτησα και εδώ , στην εκκλησία , όση ώρα ήμασταν έξω , και μου είπε τελικά , πως με είχε τάξει στην Παναγία την Κουτσουριώτισσα , γιατί στην Αθήνα που μέναμε , είχα αρρωστήσει και έμεινα γιά λίγο στο Νοσοκομείο των παίδων , και τώρα ξεπλήρωνε την υπόσχεσή της , το τάμα της στην Παναγία …
Και τότε μου εξήγησε πως και οι άνθρωποι που βλέπαμε ρχόμενοι , να περπατάνε ξυπόλυτοι , κι’ αυτοί τάμα είχαν κάνει , όπως και πολλοί-πολλοί άλλοι που βλέπαμε γύρω μας , μπήκαμε , καθίσαμε στη θέση μας , στριμωχτά-στριμωχτά , και βγήκαν οι υπόλοιποι γιά να πάρουν αέρα , μέσα το πανδαιμόνιο συνεχιζόταν και μάλλον..χειροτέρευε , γιατί μέσα στην εκκλησία , πιά , επικρατούσε..πανικός , φωνές , κακό , κλάματα , καπνοί , μυρωδιές , μιά απερίγραπτα ..απαράδεκτη κατάσταση…
Στρωθήκαμε λοιπόν , όπως-όπως , στο χώρο που μας κρατούσαν , με τα..δόντια , οι άλλοι , η μάλλον …οι άλλες της παρέας μας , ο οποίος χώρος βέβαια απ’ την ώρα που είχαμε βγει έξω , είχε πολύ..περιοριστεί , αφού εν τω μεταξύ είχαν μπει στην εκκλησία πολλοί νέοι προσκυνητές , που κάπου έπρεπε κι’ αυτοί να βολευτούν …
Ο ένας πάνω στον άλλον λοιπόν , ενώ είχε αρχίσει να κυκλοφορεί , ανάμεσα στους προσκυνητές , πως θα ‘ρθει κάποια στιγμή κι’ ο δεσπότης , απ’ την Άμφισσα , και εκείνη την εποχή επίσκοπος Φωκίδος ήταν ο Αθανάσιος , τον οποίο γνώριζα φυσιογνωμικά , γιατί τον είχα δει στο Λιδορίκι , όταν είχε έρθει σε κάποιες εκδηλώσεις , ήταν..αγριωπός , σωματώδης και ..φωνακλάς , παλιός αξιωματικός , έτσι έλεγαν , δεν τον..συμπαθούσα καθόλου …
Κουρνιασμένος στην αγκαλιά της σχωρεμένης της μάνας μου , κατα..κουρασμένος , καταϊδρωμένος , κακοπαθημένος γενικά , είχα και το κουράγιο , και τι άλλο να’κανα ; , να παρατηρώ (…χούι εξ απαλών ..ονύχων ) όλους τους γύρω ταλαιπωρημένους προσκυνητές , που ‘χαν οι έρμοι κουβαλήσει την απελπισία και τα βάσανά τους , κι’ είχαν έρθει να προσκυνήσουν την Παναγιά , και να ζητήσουν , ποιός ξέρει γιά ποιό λόγο , τη βοήθειά της , δυστυχισμένος κόσμος , που είχε αναποθέσει όλες τις ελπίδες στην πίστη του..
Άρρωστα παιδάκια , στις αγκαλιές των μανάδων τους , ανάπηροι , πονεμένοι , ανήμποροι , είχαν έρθει στη Χάρη Της , ελπίζοντας στο ..θαύμα , απελπισμένοι άνθρωποι , που όμως ελπίζανε…πιστεύανε…
Στο μεταξύ , με τη μέθοδο της…ενδοεπικοινωνίας , έρχονταν διαρκώς και κάποιες ..πληροφορίες , γιά προηγούμενα θαύματα της Παναγίας , γιά ‘αρρωστους που έγιναν καλά , γιά τυφλούς που βρήκαν το φως τους , και πολλά άλλα , που κυκλοφορούσαν από παρέα σε..παρέα , και φυσικά ανέβαζαν το θρησκευτικό ..συναίσθημα των προσκυνητών που με βαθειά-βαθειά κατάνυξη , παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία της ολονυχτίας…
Παραπίσω από μας , μιά χαροκαμένη μάνα , κρατούσε το παιδάκι της , μικρότερο από μένα , γύρω στα 4-5 , ατην αγκαλιά με στοργή , ενώ εκείνο συνέχεια έκλαιγε , χωρίς όμως να λέει ούτε μιά λέξη , ούτε μιά κουβέντα , κι’ απ’ότι μάθαμε δεν μιλούσε , και γι’αυτό και τό’χε φέρει η καυμένη η μάνα , γιά να το βοηθήσει η Παναγιά , κι’ άλλες ..κι’ άλλες πολλές περιπτώσεις , που μαθαίναμε , όσο περνούσε η ώρα και προχώραγε η νύχτα , όσο γιά ..ύπνο , δεν ήταν δυνατόν ούτε να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο , με τις συνθήκες που επικρατούσαν μέσα στην εκκλησία ..
Μέσα λοιπόν στο διαρκές ..βουητό , τους ψίθυρους , τις φωνές , τα κλάματα των παιδιών και την αφόρητη ζέστη , ήταν πολύ δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς και τις ψαλμωδίες , γιατί τότε , δεν υπήρχαν , ευτυχώς , μικροφωνικές εγκαταστάσεις , γι’ αυτό μας έκανε μεγάλη εντύπωση , όταν κάποια στιγμή ακούσαμε ένα ..ψίθυρο : έρχεται ο δεσπότης , κι’ αμέσως έγινε νεκρική..σιγή , απόλυτη σιγή , λες κι’ όλοι έχασαν ταυτόχρονα τη φωνή τους , αμέσως εμφανίστηκε στην ωραία πύλη , ο Αθανάσιος , σχεδόν εξαγριωμένος , κατακόκκινος , φωνάζοντας : Δεν ντρέπεστε , μαζευτήκατε εδώ και φωνάζετε , και πολλά και …διάφορα , που έκαναν τους προσκυνητές , κυριολεκτικά , να..παγώσουν , και συνέχισε , διακόπτοντας τη λειτουργία , ενώ οι έρμοι οι παπάδες , έμειναν κάγκελο , αν και τον γνώριζαν καλά-καλά , όπως επίσης και οι προσκυνητές , λίγο-πολύ , αλλά στη συνέχεια δόθηκε η..χαριστική βολή , κάτι που εξήντα περίπου χρόνια ..κουβαλάω στην παιδική μου , τότε , ψυχή , κι’ ακόμα δεν μπορώ , όυτε να το…καταλάβω , αλλά και περισσότερο να το..συγχωρήσω .
Μέσα λοιπόν στο ξέσπασμά του , ο δεσπότης , γνωστός γιά την αθυροστομία του , συν τοίς..άλλοις , εκστόμισε κι’ αυτή τη φράση , που την άκουσα ολοκάθαρα και μούρθε …κεραυνός :…μαζευτήκατε εδώ μέσα και..κλάνετε …
Πάγωσα , όπως και όλοι , βέβαια η διαπίστωση αυτή δεν απείχε και πολύ απ’ την πραγματικότητα , όχι , αλλά ο τρόπος που ειπώθηκε αυτή η φράση , ο χώρος και ο χρόνος , αλλά κυρίως ο άνθρωπος που την είπε , εμένα με συγκλόνισαν , κυριολεκτικά πάγωσα , κουβαριάστηκα φοβισμένος στην αγκαλιά της μάνας μου , που κι’ αυτή , όπως και όλοι τριγύρω , έμειναν αποσβολωμένοι ..μουδιαμένοι , όλοι δεν πιστεύαμε στ’ αυτιά μας…κι όμως ήταν μιά..πραγματικότητα..
Μιά πραγματικότητα , φίλοι μου , που κατέστρεψε , σε μένα τουλάχιστον , όλη την κατανυκτική ατμόσφαιρα και διάθεση , που είχε δημιουργηθεί , παρόλες τις δυσκολίες , τόσες ώρες μέσα στην εκκλησία , ανάμεσα στον κόσμο που προσευχόταν , σταυροκοπιόταν κι’ έκανε συνέχεια ..μετάνοιες , δεν κξέρω , μπορεί η ανίδρασή μου να ήταν υπερβολική , μπορεί..μπορεί , πολλά μπορεί , πάντως δεν πείμενα ποτέ πως θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο , μέσα στην εκκλησία μάλιστα…και πιστεύω πως και σήμερα να συνέβαινε , και στην ηλικία που βρίσκομαι , πάλι η αντίδρασή μου θα ήταν η ίδια..
Απογοητευμένος , κομματιασμένος..κυριολεκτικά , αφού κάτι έσπασε μέσα μου , και κουρασμένος , φυσικά , απ’ όλη την ταλαιπωρία της μέρας , αποκοιμήθηκα , δεν μπορώ , και μετά από τόσα χρόνια τώρα , πόση ώρα κοιμήθηκα , αλλά κάποια στιγμή , προς το πρωί , πετάχτηκα απ’ τον ύπνο , η εκκλησία είχε..ξεσηκωθεί απ’ τις φωνές των προσκυνητών , μιά απίθανη οχλαγωγία , φωνές , ψαλμοί , κλάματα , προσευχές και μιά η επωδός :…μίλησε ..μίλησε ..θαύμα..θαύμα..μίλησε …
Καθώς πετάχτηκα , απ’ τον ύπνο , είδα τη μάνα μου κι’ όλους τριγύρω , να σταυροκοποιούνται και να κλαίνε , φωνάζοντας ..Θαύμα…θαύμα..μίλησε το παιδάκι…κι’ όλοι κοίταζαν πίσω μας , πρός το παιδάκι , που ανέφερα πριν , όλοι δε είχαν πέσει απάνω να δούν το θαύμα , ν΄ακούσουν το παιδί , ενώ η έρμη η μάνα τους φώναζε , έκλαιγε , προσευχόταν σε μιά κατάσταση..έξαλλη …
Δεν έμαθα ποτέ , ούτε το όνομα του παιδιού , ούτε από που ήταν , όπως επίσης δεν μπόρεσα να πλησιάσω , μέσα στην ..αναταραχή , γιά να δω με τα μάτια μου και φυσικά ν’ ακούσω με τ’ αυτιά μου το παιδίνα ..μιλάει , το γεγονός αυτό όμως είχε περιορίσει τις άσχημες εντυπώσεις απ’ το προηγούμενο περιστατικό με το δεσπότη , απάλυνε κάπως την απογοήτευση και την…θλίψη μου , δεν την εξάλειψε όμως , γιατί είναι , ακόμα και τώρα , ένα..αγκαθάκι στην ψυχή μου………Κ.-
Αθήνα , 1947 η 1948 , τετράχρονος η πεντάχρονος , τότε στο Νοσοκομείο Παίδων , από αριστερά ο αγαπημένος μου πατέρας , ξαδέρφες της μάνας μου που με ‘χει αγκαλιά , ο αδερφός μου Γιώργος , κι’ ο αδερφός της μάνας μου Γιώργος Κάρλος . Η αρρώστεια μου αυτή , ήταν η ατία να με..τάξει η μάνα μου στην Παναγία την Κουτσουριώτισσα και ..φυσικά να ζήσω όλα όσα σας διηγήθηκα παραπάνω .
Καλό σας ξημέρωμα…….Κ.-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου