Οι παλιές αγάπες, λέει ένα τραγούδι των Πυξ-Λαξ, πάνε στον παράδεισο, οι μεγάλες όμως... δεν πεθαίνουν ποτέ Κ.

7.2.09

ΤΑ ..ΤΡΙΑΝΤΟΥΛΙΑ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΑΣ…

 

 

moylari

     Μουλάρι , φορτωμένο με..συμπράγκαλα…

 

  Μαυροζωή …δύστυχα χρόνια… τυραγνισμένα , πόλεμοι , κάψιμο , φτώχεια ..του κόσμου τα βάσανα , έχασε και τον άντρα της , νωρίς.. νωρίς , η θειά Κωσταντίνα , κι’ απόμεινε χήρα , νέα γυναίκα , με τρία παιδιά , ένα ..παιδί και δυό κορίτσια , να παλεύει να τα μεγαλώσει , με δυό μανάρες , τα κουτσοχώραφα , και το περβόλι , κάτω στον Κούστη ..αλλά τι περιβόλι , με το νεράκι του και κάτια συκιές..άιντε..ντε..μέλια τα σύκα , όλοι τις ξέρανε και τις..λιμπίζονταν ..

   Είχε και το μουλάρι , βέβαια , για τις δουλειές , αλλά μ’ αυτό έβγαζε και μεροκάματο , και καλό –καλό , μάλιστα , όταν βέβαια τύχαινε κανένα αγώι , κουβάλαγε και κάνα φόρτωμα ξύλα , κάνα πουρνάρι , και τα κουτσοβόλευε ..ήταν καλόβολος άνθρωπος κι’ όλοι την αγάπαγαν και την πρόσεχαν , κι’ άμα υπήρχε κάνα αγώι , πρώτα-πρώτα φώναζαν τη θειά Κωσταντίνα , κι’ αμα δε μπορούσε αυτή , λέγανε σε άλλον αγωγιάτη , ήταν πολύ αγαπητή...καλοíσκιωτη..

   Ευτυχώς , την εποχή εκείνη , δεκαετία του ’50 , έρχονταν τακτικά κάποιοι καθηγητάδες και μελετάγανε πάνω στη Γκιώνα , για τα μεταλλεία , κι’ έτσι όλο και είχε και κάνα αγώι , να βοηθιέται η θειά , είχε και τα μανάρια , έφκιαχνε και το περβόλι της , μάζευε και κάνα..μαυρολάχανο , ψευτοπερνάγανε…

   Εμείς βέβαια με τη θειά Κωσταντίνα είχαμε και συγγένεια , κουμπαριά , ο πατέρας μου είχε βαφτίσει το..παιδί της , το γιό της , αλλά πέρα απ’ την κουμπαριά υπήρχε και μια οικογενειακή αγάπη , μια όμορφη σχέση , που κράταγε χρόνια , δυνατή ..αναλλοίωτη ..

   Πολλές φορές , στο μαγαζί μας, όταν κάποιος ήθελε αγωγιάτη , η πρώτη σκέψη ήταν η κουμπάρα μας , κι’ αυτό γιατί στη δουλειά της η θειά Κωσταντίνα ήταν..μοναδική , καλόβολη , ευγενικιά , παρότι δεν ήξερε γράμματα , καλοσυνάτη , περιποιητικιά , όποιος την ήξερε αυτή ζήταγε , αλλά κι’ αν δεν την ήξεραν και μας ρωτούσαν αυτή λέγαμε ..

   Κάποιο απόγευμα λοιπόν , ήρθε με το λεωφορείο των Αθηνών , ένας καλοντυμένος ξένος , έκατσε στο μαγαζί , κάτι πήρε και συστήθηκε στον πατέρα μου , ήταν καθηγητής απ’ την Αθήνα , κι’ ερχόταν , για πρώτη φορά στον τόπο μας , για να μελετήσει κάποια πράγματα πάνω στη Γκιώνα , για τα μεταλλεία , και φυσικά ενδιαφερόταν για ένα καλό αγωγιάτη , να τον πάει την άλλη μέρα πρωί-πρωί , και να γυρίσουν πάλι το βράδυ , γιατί την άλλη μέρα έπρεπε να φύγει πάλι για Αθήνα ..

   Δεν χρειαζόταν περισσότερη κουβέντα , ο σωστός άνθρωπος υπήρχε , η θειά Κωσταντίνα , ανέλαβα εγώ να την ειδοποιήσω , γιατί αν είχε κανονίσει άλλη δουλειά , έπρεπε να ψάξουμε για άλλον , βέβαια ο καθηγητής προτιμούσε να ‘ναι άντρας ο αγωγιάτης , γιατί όλο και σε κάτι θα τον βοηθούσε στη δουλειά του , αλλά οι δικοί μου του εξήγησαν πως καλύτερος αγωγιάτης απ’ τη κουμπάρα μας , δεν υπήρχε , κι’ ετσι έφυγα να πάω να ειδοποιήσω τη θειά Κωσταντίνα .

   Η θειά ήταν εύκαιρη την άλλη μέρα , ανέβηκε στο μαγαζί μας κουβέντιασε με τον καθηγητή , της είπε τι άκριβώς θέλει απ’ αυτή , εύκολα πράγματα για την κουμπάρα μας , τα είπανε και συμφώνησαν και την τιμή για το αγώι , τριάντα ολόκληρες ..δραχμές !!! Κανόνισαν και την ώρα που θα ξεκίναγαν , πρωί-πρωί ..χαράματα , για να ‘χουν τη μέρα μπροστά τους , κι’ ο καθηγητής πήγε απέναντι στο ξενοδοχείο του Παπαδόπουλου για ύπνο ..αφού βέβαια έφαγε κι’ ένα Λιδορικιώτικο γιαουρτάκι στο μαγαζί μας ..

   Την άλλη μέρα ξεκίνησαν , αχάραγα , βέβαια η κουμπάρα τον ήξερε το δρόμο με..κλειστά μάτια , τον είχε περπατήσει , ποιος ξέρει πόσες φορές , είχε και μια μαρούδα , με το κάτι τις , για να φιλέψει τον καθηγητή , τόσες ώρες παιδεμό , θα τους έκοβε η..πείνα , είχε μια αγκωνή καρβελίσιο ζυμωτό ψωμί , ένα ..σβόλο τυρί , από.. δικό της , απ’ το δερμάτι , τουλουμίσιο όπως το ..λένε , δυό τρεις ελιές στο κλειδοπίνακο , μια ντοματούλα , απ’ το περβόλι της , στον Κούστη , και μια μπαρδάκα με νερό , καλοκαίρι βλέπεις , θα …κορακιάζανε , κι’ύστερα καθηγητής ο άνθρωπος και ..Αθηναίος , θα ‘ταν καλομαθημένος , μη μας παρεξηγήσει κι’ όλας ..

   Πέρασε η ώρα , κι’ αργά τ’ απόγευμα σκονισμένος , κατακουρασμένος και κατακόκκινος , εμφανίστηκε ο καθηγητής , αλλά απόλυτα ικανοποιημένος απ’ τη δουλειά που έκανε , αλλά κυρίως απ’ την συμπεριφορά και την ..περιποίηση της κυρίας Κωνσταντίνας , όπως την έλεγε , έννοιωθε , όπως μας έλεγε βαθειά-βαθειά , υποχρεωμένος στην κουμπάρα μας , γιάτι εκτός του ότι τον βοήθησε και στη δουλειά του , του έδωσε και όσες πληροφορίες ήθελε , αλλά κυρίως του ..πρόσφερε και του ..πουλιού το γάλα , έτσι είπε , και φυσικά εννοούσε το..κολατσιό και το νεράκι ..

   Βέβαια κουβεντιάζοντας με τον πατέρα μου , του ανέφερε και κάτι που του έκανε..μεγάλη εντύπωση , και μάλιστα δεν μπορούσε να το εξηγήσει , τι ήταν αυτό ;…διαβάστε…

   Αφού τέλειωσαν την περιήγηση στη Γκιώνα , λοιπόν , πήραν το δρόμο του γυρισμού , κουρασμένοι μεν , αλλά ο κύριος καθηγητής ικανοποιημένος , όπως είπαμε , απ’ τη δουλειά του αλλά κι’απ’ την περιποίηση της θειάς Κωσταντίνας , όταν λοιπόν πλησίασαν να μπούνε στο χωριό , κάνανε μια στάση , να ξαποστάσουν και λίγο , άμαθος βλέπεις από..μουλαροκαβαλαρία ο καθηγητής , είχε ..ψευτοκουραστεί , και κθώς έκατσαν της είπε : Κυρία Κωνσταντίνα , ωραία πήγαμε , ωραία δουλειά κάναμε , και σ’ ευχαριστώ για την περιποίηση , για το κολατσιό , και για όλα , και κυρίως για το νεράκι που είχες μαζί σου , πέρασα αξέχαστα , έχουμε συμφωνήσει να σου δώσω τριάντα δραχμές , αλλά μετά από όλη την περιποίηση και την προθυμία σου , αποφάσισα να σου δώσω σαράντα δραχμές , είσαι ευχαριστημένη ;

   Τότε η θειά Κωσταντίνα , έδωσε την παροιμιώδη απάντηση :…Α..δεν ξέρω , τα τριαντούλια μ’ θέλω εγώ , υποννοώντας πως θέλει αυτά που αρχικά συμφώνησαν , τα..τριαντούλια της , δηλαδή τις τριάντα δραχμές..ο καθηγητής τα ‘χασε , δεν μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την απάντηση , επέμεινε βέβαια , λέγοντάς της πως το κάνει από ευχαρίστηση , και από..υποχρέωση για την εξυπηρέτηση που του ‘κανε και όλα τα άλλα , η θειά Κωνσταντίνα ..ανένδοτη , επέμενε στα…τριαντούλια της ..

   Βέβαια ο κ.καθηγητής επέμεινε και τελικά την έπεισε να δεχτεί , και πράγματι πήρε τις σαράντα δραχμές , αλλά του έμενε το ερώτημα , γιατί δεν δεχόταν τα περισσότερα λεφτά , και επέμενε στα..τριαντούλια της , πέρασε απ’ το νου του , μήπως η κυρα Κωνσταντίνα , που δεν ήξερε γράμματα , πίστευε πως οι σαράντα δραχμές ήταν λιγότερες απ’ τα…τριαντούλια της ; ποιος άραγε ήταν ο λόγος ; ρώτησε και τους δικούς μου , που φυσικά δεν μπορούσαν να δώσουν απάντηση , και έμεινε έτσι στην ..ιστορία η φράση : τα…τριαντούλια μ΄ , που είναι συνδυασμένη μάλλον με την ..άγνοια ..μαθηματικών της θειάς Κωσταντίνας , αλλά πιστεύουμε πως είναι λίγο…τραβηγμένο , υπερβολικό , και πράγματι έτσι είναι , μήπως όμως πεφτουμε όλοι έξω , και η κουμπάρα μας , δεν δεχόταν τα παραπάνω λεφτά , από..περηφάνεια , παρά τη φτώχεια της , δεν δεχόταν δηλαδή να πληρωθεί για κάτι που το έννοιωθε σαν ..υποχρέωσή της ; να περιποιηθεί έναν ξένο άνθρωπο , έναν ..περαστικό ; έναν που είχε την ανάγκη της ; Αυτό δηλαδή που λέμε…αξιοπρεπής..ένδεια ; λέμε …μήπως……..Κ.-

Αθήνα 6-2-2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: