Οι παλιές αγάπες, λέει ένα τραγούδι των Πυξ-Λαξ, πάνε στον παράδεισο, οι μεγάλες όμως... δεν πεθαίνουν ποτέ Κ.

18.12.08

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ..






ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ..





Άρχισε από νωρίς το χιόνι απόψε , σε λίγη ώρα όλα γύρω είχαν πασπαλιστεί με...ζαχαρένιο χιόνι , λες κι' ήταν κουραμπιέδες , χαρές τα παιδιά , που την άλλη μέρα , μετά τα κάλαντα , θα παίζαμε χιονοπόλεμο , και δεν πέρναγε κι' αυτή η βραδυά , να ..ψευτοξημερώσει , να μαζευτούμε , η..παλιοπαρέα της γειτονιάς , αχάραγα , να πάμε γιά τα κάλαντα .
Η μάνα μου , από νωρίς , με γκρίνιαζε , λέγοντάς μου πως έξω..ψήνει τα ..φίδια , και να καθήσω στ' αυγά μου , γιατί κάνει ψόφο , κι' είχα κι'ένα..γαιδουρόβηχα..λάλαγα σαν κοκοράκι , αλλά που εγώ , δεν έπαιρνα χαμπάρι από τέτοια , ήταν βλέπεις τα πρώτα μου κάλαντα με συνοδεία..φυσαρμόνικας , έκανα το ντεμπούτο μου ...λίγο τόχεις...
Όλη τη μέρα έκανα πρόβες , τάμαθα καλά τα κάλαντα , γιατί ήταν καινούρια η φυσαρμόνικά μου , Γερμανικιά Ηohner , μέχρι τώρα είχα μιά Picolo , και ήθελα η πρώτη μου εμφάνιση να είναι θριαμβευτική , μιά και ήμουν ο μόνος ...οργανοπαίχτης που θα τάλεγε .
Το ραντεβού είχε ορισθεί γιά τις 4 το πρωί , μαύρα σκοτάδια δηλαδή , αλλά ποιός τα κοίταγε αυτά , έξω τόχε στρώσει κανονικά και έριχνε συνέχεια , απ' το τζάμι παρακολουθούσα , και στα κάγκελα του μπαλκονιού κόντευε να φτάσει μιά παλάμη , κι' οι νιφάδες , χοντρές-χοντρές , όλο και πύκνωναν , τις χάζευα απ' το παράθυρο , ρίχνοντας το φως απ' το φακό μου , που λες και ..τρυπούσε τον αέρα και το χιόνι κι' έφεγγε πολλά μέτρα μακριά , σχεδόν μέχρι την άκρη της αυλής μας , μέχρι τη μάντρα , που ήταν οι τριανταφυλλιές και οι καμέλιες , λευκοντυμένες σαν... νυφούλες , καμαρωτές-καμαρωτές....΄
Έσβησα το φως , και χαμήλωσα τη λάμπα του πετρελαίου , που είχα δίπλα στο κρεβάτι μου σε μιά καρέκλα , μαζί με τη φυσαρμόνικά μου και το ξυπνητήρι , μαύρο , Big Ben παρακαλώ , Αμερικάνικο , μας τόχε στείλει ο μπάρμπα Χρήστος , ο αδερφός της μάνας μου , και είχε και φωσφορίζοντες δείκτες και αριθμούς , τόχα λοιπόν δίπλα μου γιά να το κλείσω να μη ξυπνήσω και τους άλλους , τη λάμπα την άφησα ίσα-ίσα να καίει , γιατί στις 12 , τα μεσάνυχτα , ο Γαζής έσβηνε το ηλεκτρικό , αφού πρώτα έκανε ένα..συνθηματικό αναβόσβημα , 5 λεπτά πριν .
Βέβαια δεν σταμάτησα , που και που , να φέγγω με το φακό μου γιά να παρακολουθώ τι γίνεται έξω , ενώ η μάνα μου η καημένη , ξεθεωμένη όλη τη μέρα , μαγαζί ..σπίτι , απ' τα χαράματα στο πόδι , μου φώναζε να κοιμηθώ , αλλά που εγώ....και δεν πέρναγε κι'αυτή η ρημάδα η ώρα...
Γιά να νυστάξω και να κοιμηθώ , μετρούσα τα τικ-τακ του ρολογιού και παρακολουθούσα το μικρό φωσφοράκι του δείχτη , που προχωρούσε με μικρά ..πηδηματάκια , κάποια όμως στιγμή , φαίνεται , με πήρε ο ύπνος , ενώ σκεφτόμουνα τι ώρα , άραγε , θα ξυπνήσουν οι άλλοι ; ο Χρήστος , ο Μιλτιάδης , ο Γιάννης έχοντας την έννοια μη και δεν ακούσω το ξυπνητήρι...κι' αργήσω .
Κάποια στιγμή , έννοιωσα κάποιον να με σκουντάει να ξυπνήσω , ήταν η μάνα μου , που άκουσε το ρολόι που χτυπούσε , ποιός ξέρει πόση ώρα , πετάχτηκα , δυνάμωσα λίγο τη λάμπα , κι' άρχισα να ντύνομαι , ενώ η μάνα μου έλεγε να ντυθώ καλά γιατί έκανε ..ψόφο , να βάλεις τις γαλότσες , μούπε , τόχει στρώσει γιά καλά , θα πουντιάσετε...
Που να 'κούσω εγώ , κοίταγα την ώρα που πέρναγε και φοβόμουνα μην αργήσω κι' οι άλλοι έχουν μαζευτεί , τρέμαν τα πόδια μου , όχι τόσο απ' την παγωνιά , όσο απ' την ανυπομονησία , να προλάβω , ετοιμάστηκα , πήρα τη φυσαρμόνικα , φόρεσα και κάτι πλεχτά..χακί γάντια , καθησύχασα τη μανα μου , που συνέχισε να μου λέει να ντυθώ καλά και να προσέχω , και ξεκίνησα..
Βγαίνοντας , αντίκρυσα ένα υπέροχο θέαμα , όλα γύρω σκεπασμένα με φρέσκο..αχνιστό χιόνι , κι' έριχνε συνέχεια , χοντρές-χοντρές νιφάδες , οι γαλότσες μου χώνονταν μέχρι τη μέση στο χιόνι , και με δυσκόλευαν στο βάδισμα , ενώ το παλιό χιόνι είχε αρχίσει να παγώνει και να..γλυστράει , τότε σκέφτηκα το τι έχει να γίνει τη μέρα στον κατήφορο της Βαθειάς , που όποιος πέρναγε θάκανε τσουλήθρα , την περασμένη μάλιστα χρονιά , είχαν σπάσει και χέρια και..πόδια , κι' οι φουκαράδες οι Γυφτομαχαλιώτες , θα μείνουν αποκλεισμένοι , ποιός ξέρει γιά πόσες μέρες....
Προχώρησα , ο Μιλτιάδης δεν είχε φως , ούτε ο Γιάννης , απέναντι , φαίνεται θάχαν προχωρήσει στ' Αλωνάκι , κι' ο Χρήστος βέβαια γιατί δεν είχε ούτε αυτός φως , περπατούσα και το ολόφρεσκο χιόνι έτριζε , το φχαριστιόμουνα , ολόγυρα ήταν ..θεοσκότεινα , πουθενά φως , κι'έκανε κυριολεκτικά...ψόφο , κρύωνα , θυμήθηκα τη μάνα μου την έρμη που μαλλιασε η γλώσσα της , ντύσου καλά , κάνει ψόφο , ήθελα να γυρίσω αλλά και πάλι , δεν ήθελα ν' αργήσω , ύστερα έφτασα στ' Αλωνάκι , που θα περιμένουν κι' οι άλλοι , φτάνοντας βλέπω την πλατεία κάτασπρη , το χιόνι κόντευε να φτάσει μιά ..σπιθαμή , τα τραπεζάκια του μαγαζιού μας σκεπασμένα απ' το χιόνι , και στην άκρη της πλατείας , τρεις-τέσσερις καρέκλες , ξεχασμένες φαίνεται , κι' αυτές σκεπασμένες απ' το χιόνι , τα παιδιά όμως πουθενά , προχώρησα να μαζέψω τις καρέκλες , να τις βάλω σε μιά γωνιά και να τις τινάξω , μουρμουρίζοντας , που ξεχάσαμε έξω τις καρέκλες χειμωνιάτικα , ενώ παράλληλα νευριασμένος με τα παιδιά , που δεν ..φαίνονταν πουθενά , 'αρχισα να τους τα...σούρνω...και επειδή...φοβόμουνα άρχισα να ..χαζοτραγουδάω , να λέω τα..κάλαντα , έτσι γιά νάχω..συντροφιά...
Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει παχύ-παχύ , τα μαλλιά μου θα πρέπει νάταν κάτασπρα , τόνοιωθα , κόντευα να γίνω ...χιονάνθρωπος , τα πόδια μου ξυλιασμένα , και τα χέρια μου , τάνοιωθα..δεν τάνοιωθα , α..ρε μάνα , είχες δίκιο που μούλεγες να κάτσω στ' αυγά μου , αλλά ποιός σ' άκουγε....σκέφτηκα να γυρίσω στο σπίτι , αλλά τα κάλαντα...κι' αυτά τα παιδιά πουθενά , μ' είχε πιάσει απελπισία είχα γίνει ...τούρκος απ' τα νεύρα , τραγούδαγα , έβριζα , έλεγα τα κάλαντα , ούτε κι' εγώ ήξερα τι έκανα , η παγωνιά αβάσταχτη και τα νεύρα...τσατάλια...κι' αυτό το χιόνι , μου σκέπαζε τ' αυτιά και τα πάγωνε...τάνοιωθα , κιόλας , ξυλιασμένα...
Τότε ένοιωσα ένα ελαφρό σκούντημα στον ώμο , πετάχτηκα , κι' ακούω : αντε ρε πατέρα ξάπλωσε στο κρεβάτι , θα πιαστείς , έχεις μιά ώρα που κοιμάσαι στον καναπέ , βρίζεις..τραγουδάς , λες τα κάλαντα , τι έπαθες Χριστουγεννιάτικα ; πάλι το Λιδορίκι ονειρεύεσαι ; Ξύπνααααα......
Αλάφιασα...ήταν ο μικρός μου γιός , ο Χάρης , και γελούσε ασταμάτητα , που νάξερε ότι μου χάλασε το ωραιότερό μου όνειρο , τα πρώτα μου κάλαντα....αχ..βρε..Χάρη ....με 'κοψες στο..καλύτερο.........K.-


Δεν υπάρχουν σχόλια: